ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΕΝΟΣ ΤΡΙΗΜΕΡΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΛΑΜΩΤΗ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ

(Το αφήγημα αυτό έχει αντληθεί από το βιβλίο
"Η ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΚΑΛΑΜΩΤΗ ΤΟΥ 17ΟΥ – 18ΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ 
ΤΟΥΣ ΝΟΤΑΡΙΑΚΟΥΣ ΤΗΣ ΚΩΔΙΚΕΣ".

I.

- Λέγω πως τελειώσαμε. Η φωνή αυτού που μίλησε ήταν ασυνήθιστα ήρεμη αλλά και κουρασμένη.

Οι υπόλοιποι δεν είπαν τίποτα, φαινότανε όμως από τη στάση τους ότι συμφωνούσανε.

Μερικούς μήνες πριν ένας από αυτούς βρήκε σε ένα παλιό σεντούκι, στο κλειστό ποιος ξέρει από πόσα χρόνια κελάρι στο σπίτι του, κάτι χαρτιά. Θα έλεγε κανείς πως ήτανε τετράδιο, όμως το σχήμα του δεν θύμιζε κάτι τέτοιο αλλά και τα γράμματα μετά βίας διαβαζότανε.

Το έδειξε κάπου και του είπανε πως ήτανε παλιό κατάστιχο ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων.

- Δεν το βλέπεις που είναι και σταχωμένο; Είπε χτυπώντας με το δάχτυλο το ξύλινο εξώφυλλό του.

- Μα δεν έχει νούμερα. Τόλμησε να πει.

-Τα χρόνια εκείνα δε λογαριάζανε με νούμερα τον αποστόμωσε. Μην το σκέφτεσαι. Για το τζάκι ό,τι πρέπει, συμπλήρωσε.

Εκείνος όμως θεώρησε καλό να το διαβάσει και έβαλε μπροστά αυτό που έλεγε. Οι δυσκολίες που από την αρχή συνάντησε ήτανε τεράστιες. Τα γράμματα πολύ μακρινή σχέση είχανε με αυτά που ήξερε. Ύστερα οι λέξεις ήτανε κολλημένες μεταξύ τους, ενώ από την άλλη η μια ήτανε χωρισμένη σε δυο μέρη χωρίς κανένα κανόνα. Οι προτάσεις και οι παράγραφοι ήτανε επίσης ενωμένες ανάμεσά τους. Κεφαλαία δεν υπήρχανε σχεδόν πουθενά. Και από ορθογραφία δεν ίσχυε κανένας κανόνας από αυτούς που ήξερε και που σε ένα βαθμό κάπως θα μπορούσε να καταλάβει τι ήτανε γραμμένο...

Όταν άρχισε την προσπάθειά του πολλοί ήτανε που τον κοροΐδευαν λέγοντας μεταξύ τους, για το διάβολο πού δεν είχε δουλειά. Κάποιοι άλλοι όταν είδαν το τι συμβαίνει θέλησαν να βοηθήσουν, κάποιος μάλιστα μίλησε με θαυμασμό λέγοντας πως είναι ένα πολύτιμο κειμήλιο, μιας άλλης παλιάς εποχής το 17ου αιώνα συγκεκριμένα, που μπορούσε κάλλιστα να αξιοποιηθεί σαν τεκμήριο για το πώς ζούσαν τα χρόνια εκείνα στο χωριό του.

-Είναι, συμπλήρωσε, απόσπασμα του Νοταριανού κώδικα του χωριού. Κάποιος τον διόρθωσε λέγοντας το σωστό: Νοταριακός. Συμφώνησε. Οι κώδικες αυτοί είναι επίσημα έγγραφα στα οποία γραφότανε οτιδήποτε απασχολούσε το χωριό, κοινό ή ιδιωτικό, και ήταν αυτό που στις μέρες μας θα λέγαμε συμβολαιογραφικές πράξεις. Τέλος πάντων γύρω του μαζευτήκανε πολλοί. Άλλοι εφεύγανε επειδή τους κούραζε η προσπάθεια, κάποιοι άλλοι ερχότανε από περιέργεια αρχικά και από ενδιαφέρον ύστερα. Κατά μέσο όρο περίπου δέκα άτομα ασχολιότανε με το θέμα. Οι ηλικίες τους ήταν από τριάντα μέχρι ακόμα τα ογδόντα χρόνια. Το ίδιο και οι γραμματικές τους γνώσεις ήτανε διάφορες. Όλους του ένωνε όμως η αγάπη και ο σεβασμός για το χωριό τους και η περιέργεια για το πώς ζούσανε και σκεφτότανε βέβαια οι άνθρωποι εκείνη την εποχή.

Στην αρχή ήτανε κουραστικό, στη συνέχεια όμως διαβάζοντας τα κείμενα αυτά άρχισαν να αποκτούν μια σχετική εμπειρία που τους έδινε κάτι σαν ευκολία στην ανάγνωση και στην ερμηνεία των κειμένων. Μαζί βέβαια με το ενδιαφέρον που αποκτούσαν αυτά στα μάτια τους, ειδικά όταν κάποιοι εύρισκαν εκεί μέσα, άγνωστους προγόνους τους από το κοινό επώνυμο και μόνο, ή όταν διάβαζαν τοποθεσίες ίδιες με τις τωρινές.

Ένας αργότερα εντόπισε στο Διαδίκτυο τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, όπου ήτανε ψηφιοποιημένοι οι Νοταριακοί Κώδικες όλων των χωριών της Χίου. Και του δικού τους.

Τέλος πάντων μαζέψανε ό,τι υλικό βρήκανε και αρχίσανε τη μελέτη και τη μεταγραφή. Ανακαλύψανε ακόμα ότι και άλλοι πριν από αυτούς κάνανε την ίδια δουλεία, γεγονός που τους στέρησε την ικανοποίηση ότι εκτελούν κάποια πρωτότυπη εργασία, τους έδωσε όμως σε ένα βαθμό τη σιγουριά ότι έχουνε κάπου να πατήσουνε.

Η αλήθεια είναι πως χωρίς να είναι κανένας τους ειδικός, κάνανε επιστημονική θα λέγαμε δουλειά. Αφού αφήσανε στο δικό τους κείμενο την ορθογραφία του αρχικού, βάζοντας σε υποσημείωση την τωρινή της μορφή. Ακόμα και το χώρισμα των γραμμών κρατήσανε.

Η ικανοποίησή τους και η συγκίνηση ήτανε μεγάλη. Ειδικά όταν τελειώσανε έγινε ακόμα μεγαλύτερη. Κάποιος είπε υπερβάλλοντας πως βρε παιδιά σαν να ακούγω τους παλιούς να μου μιλούνε.

-Να ήτανε τρόπος να βρισκόμαστε στην εποχή εκείνη… είπε κάποιος άλλος.

-Μπα! Δε γίνεται! Σχολίασε ένας τρίτος που πήρε τοις μετρητοίς την κουβέντα. Αυτός όμως δεν πιανότανε. Ήτανε ο Κυβερνητικός όπως τόνε λέγανε. Δεν είχε σχέση με την πολιτική, ό,τι όμως γινότανε το ερμήνευε ή προσπαθούσε να το ερμηνεύσει με την Κυβερνητική. Την Επιστήμη των Επιστημών που την έλεγε.

-Είναι αδύνατον συμπλήρωσε και άρχισε να τους μιλά για το δεύτερο θερμοδυναμικό αξίωμα και το βέλος του χρόνου που πηγαίνει μόνο μπροστά. Σε αυτό συμφωνούνε οι πάντες, είπε. Το αν είναι ευθεία ή κάτι άλλο η πορεία του, είναι θέμα ερμηνείας και γενικότερων αντιλήψεων.

Οι υπόλοιποι βιαστήκανε να συμφωνήσουν όχι γιατί τους έπεισε, αλλά για να γλυτώσουν τη διάλεξη, όπως λέγανε μεταξύ τους.

-Πάμε να περπατήσουμε; Πιάστηκα εδώ μέσα. Είπε τελικά κάποιος σπάζοντας την αμηχανία που άρχισε να κυριαρχεί εκεί μέσα.

-Πάμε συμφώνησαν οι υπόλοιποι.

II.

Κατηφορίσανε από τη Σικελιά προς την Καλαμωτή. Στην Πάνω Πόρτα σταματήσανε, απορημένοι. Όλα ήτανε τα ίδια μα υπήρχε και κάτι διαφορετικό. Κάποιος τους πρόσεξε πως δεν υπήρχανε τα καλώδια της ΔΕΗ στους τοίχους. Ούτε και τα φώτα στους δρόμους για τη νύχτα.

Την είσοδο στο χωριό πριν απ’ όλα, την εμπόδιζε μια βαριά ξύλινη πόρτα με σίδερα που τήνε βλέπανε πρώτη φορά. Ήτανε και μια γυναίκα που, κανείς τους, όλοι τους Καλαμωτούσοι, δεν την ξανάδε πριν. Εκείνη ποιος ξέρει για τι τους πέρασε, ίσως να ήτανε και τα ρούχα που φορούσανε, και τους ζήτησε συγγνώμη για τα δικά της τα ρούχα. «Μα η δουλειά μου βλέπετε…», δεν την άφηνε να φορά καθημερινή κάτι καλό.

-Φυλάγω τα μουχτερά, είπε απολογητικά.

-Μουχτερά; Πήγε να πει κάποιος από τη συντροφιά. Μα την ίδια λέξη χρησιμοποιεί και ο Κοραής στα «Άτακτα». Δεν πρόλαβε όμως.

Η γυναίκα βλέποντας την απορία στα πρόσωπα όλων τους, εξήγησε:

-Να! μουχτερά, λέμε εδώ τους χοίρους. Εσείς όμως ποιοι είστε, να ‘χομε καλό ρώτημα. Πρώτη φορά σας βλέπω.

-Χωριανοί! της είπανε με μια φωνή.

-Εμένα με λένε Ερηνού! Αξώτισσα, τους απάντησε. Προσέχω τα μουχτερά μην έβγουνε από το χωριό στα μποστάνια, συμπλήρωσε σαν να καμάρωνε για την αποστολή της.


Κατηφορίσανε τη φαρδιά στράτα μέχρι την εκκλησιά της Αγίας Παρασκευής. Μόνο όμως η θέση ήτανε η ίδια με ό,τι ξέρανε. Αυτή που βλέπανε μπροστά τους τώρα ήτανε πέτρινη και πιο μικρή. Στη βρύση κάτω από το πέτρινο καμπαναριό δυο γυναίκες με τα καθημερινά τους γεμίζανε τις στάμνες τους.


Εκεί ήτανε ο Πρωτόπαπας Μιχαήλ Κυνηγός, όπως τους συστήθηκε, ειδοποιημένος ποιος ξέρει πώς, για την άφιξη των ξένων. Μετά τους χαιρετισμούς, τους είπε χαρούμενος πως αργήσανε:

-Ίσα – ίσα εχτές οι αδελφοί της Αγίας Παρασκευής την παραδώσανε στην Κοινότητα, και έτσι από σήμερα το πρωί είναι η χωριοεκκλησιά της Καλαμωτής, έως της συντελείας, αμήν! Είπε και σταυροκοπήθηκε.


Στο κατώφλι της εκκλησιάς είδανε τον Γέροντα Σίδερο Σαραντινό να έρχεται από του Βασιλέ τη Γειτονιά, σχεδόν τρέχοντας να τους καλωσορίσει.

-Πού το μάθανε κι όλας πως ήρθαμε; Είπε ο ένας τους στο διπλανό του.

-Σαν τη φωτιά στα ξερά. Σχολίασε σιγανά εκείνος.

Μπήκανε μέσα και ανάψανε κερί στο εικόνισμα της Αγίας που, το ξέρανε, προστάτευε το Χωριό. Τραβήξανε ύστερα για την Κάτω Πιάτσα.


Λίγο πριν την Πάνω Παναγιά είδανε το Γέροντα Γιάννη Βεστάρχη, που λογομαχούσε με ένανε χασάπη. Πουλούσε το κρέας με το καντάρι και όχι με τη ζυγαριά. Ο Γέροντας εξήγησε στους άγνωστους πως λίγες μέρες πριν, η Κοινότητα είπε πως αντί για το καντάρι πρέπει πουλούνε οι εμπόροι με τη ζυγαριά. Με το καφκιά και τα ζύγια τους εξήγησε. Με το καντάρι βλέπεις, μπορούνε όλοι αυτοί να κατακλέψουνε τη φτωχολογιά.


-Έχουμε και χουγγέτι από τον Καδή, συνέχισε επίσημο ύφος.


Κάτσανε για λίγο σε ένανε καφενέ να πάρουνε μιαν ανάσα. Τραβήξανε ύστερα προς το μεγάλο σκεπαστό, στη φαρδιά στράτα που βγάζει στην Κάτω Πόρτα. Στο έμπα του Βαρβακά τους περίμενε μια Καλαμωτούσαινα. Ήτανε ντυμένη με τα καθημερινά της όπως η Ερηνού και αφού τους χαιρέτισε τους κέρασε σουμάδα και τους τρατάρισε γλυκά.


Στο μεγάλο σκεπαστό, τους έτυχε κάτι άλλο παρόμοιο με αυτό με το Γέροντα Γιάννη Βεστάρχη πιο πριν. Ο Γέροντας Σίδερος Σαραντινός ο ίδιος που είδανε στην Αγία Παρασκευή, έβαλε πρόστιμο δέκα ασηλλάνια σε ένανε ψαρά και άλλα πέντε στον πάροικο που αγόρασε τα ψάρια.


-Δε σεβαστήκανε, τους εξήγησε την απόφαση του Χωριού, που την εμάθανε όλοι αφού να καταλάβετε τήνε διαβάσανε και στο Λιβάδι, που όριζε τανάρην στα ψάρια πέντε παράδες την οκάν.

Οι διαμαρτυρίες του ψαρά και του πελάτη ήτανε έντονες. Το πρόστιμο ήτανε μεγάλο αφού το ένα ασηλλάνι ήτανε σαράντα παράδες.


Στην Κάτω Πόρτα, που κατηφορίζανε βλέπανε τα σπίτια που γενικά ήτανε τα ίδια όπως τα ξέρανε. Βρισκότανε βέβαια σε πολύ καλύτερη κατάσταση αν και ήτανε ασοβάντιστα τα πιο πολλά. Τα λίγα σοβαντισμένα είχανε το χρώμα της ώχρας. Κάποια του λουλακιού.

Βγήκανε από εκεί στα χωράφια. Τα πιο πολλά ήτανε σπαρμένα. Σιτάρια και κριθάρια.

Ανάμεσά τους κάμποσοι δραγάτες προσέχανε μη και λύθηκε κανένα ζωντανό, μουλάρι, δηλαδή, βούδι ή γαδούρι ή ακόμα και κατσίκα, για προβατίνα και κάνει ζημιά στα σπαρτά.

Αργά το απόγεμα κουρασμένοι πήγανε για φαγητό σε κάτι σαν ταβέρνα στην Πάνω Παναγιά. Βγαίνοντας από εκεί είδανε συγκεντρωμένους κάμποσους παροίκους που τους μιλούσε σε πολύ έντονο ύφος κάποιος που από τα ρούχα του και γενικότερα τη στάση του φαινότανε πως ήτανε Τούρκος.

Ο άνθρωπος αυτός ζητούσε, από τους Γέροντες που ήτανε εκεί, να μη χρεώνουν κάθε πάροικο πιο πολλά από εικοσιπέντε παράδες, και μισή όρνιθα σε είδος κάθε χρόνο για τα έξοδα του χωριού. Διαφορετικά τους τόνιζε, πως δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί η φτωχολογιά.

Παραξενευτήκανε από τα λεγόμενά του αυτά.

Όταν τελείωσε και συμφωνήσανε εκόντες βέβαια άκοντες, συντάχθηκε και νοταριακό έγγραφο που το υπόγραψαν πολλοί από αυτούς που ήταν εκεί. Σε αυτό έγραψαν ότι θα γινότανε καταγγελία στον Αγά και θα έμπαινε πρόστιμο 50 ασηλλάνια σε όποιο γεροντίκι δεν εφάρμοζε το στρουμέντο αυτό. Ρωτήσανε κάποιον να τους πει τι γίνεται και μάθανε πως ήταν ο Ιμάμης αφέντης που τον έστειλε ο Ζαμπίτης των Μαστιχοχώρων. Φαίνεται πως οι κάτοικοι του παραπονέθηκαν για καταχρήσεις και τα υπερβολικά δοσίματα στην Κοινότητα.

Για φαντάσου είπανε μεταξύ τους ψιθυριστά. Το περίμενες εσύ αυτό το πράμα από τους Τούρκους;

Πηγαίνοντας ξανά προς την Πάνω Πόρτα, πέσανε στην κυριολεξία πάνω σε μια πρωτόγνωρη και αδιανόητη για τους ίδιους συναλλαγή. Ο Γιώργης ο Λεωτζίνης συγκεκριμένα, πουλούσε τον δούλο του στον Γεώργιν το Γλιπτρούδι. Η τιμή του δούλου αυτού ήτανε δέκα ασηλλάνια.

Η περίεργη αυτή αγοραπωλησία γινόταν στο Λιβάδι, ανάμεσα στην Πάνω Παναγιά και την Αγία Παρασκευή. Μάρτυρες ήταν ο Γεώργης Βαρλάς, ο Γεώργης Καλεύγενος και ο Ξένος Δαμαλάς. Συντάχτηκε πράξη μάλιστα που μπήκε και αυτή στο νοταριακό κώδικα. Όπως διαβάσανε έγραφε ότι «ο αγοραστής να τον έχι εις στην εξουσίαν του να τον πιί ος θέλι και βούλετε».

Απορήσανε με τη συμπεριφορά αυτή των παροίκων. Τους βεβαίωσαν όμως ότι οι δούλοι εργαζότανε όπως και τα κοπέλια μόνο που δεν είχανε κάποια συγκεκριμένη αμοιβή. Η απορία τους πάντως αν ήτανε αυτό για καλό των κοπελιών ή όχι δε λύθηκε.

Άρχισε να νυχτώνει. Ήταν κουρασμένοι όσο και ευχαριστημένοι με ό,τι ζήσανε μέχρι τότε. Ψάξανε να βρούνε τους Γέροντες για να τους πούνε πού να πάνε για το βράδυ.


Όταν τους βρήκανε, με έκπληξη ακούσανε πως δεν υπήρχε λόγος να ανησυχούνε. Στο χωριό είχανε ξενοδοχείο που θα μπορούσε να τους φιλοξενήσει και μάλιστα χωρίς να πληρώσουνε. Τη βότα όπου ήτανε το ξενοδοχείο αυτό μάθανε πως την εκάμανε δωρεά ο Μιχάλης ο Μαΐστρος που ήτανε μάλιστα και πρωτοψάλτης, μαζί με τη γυναίκα του τη Μαρού. Να ξεκουράζονται οι ξένοι που ξεμένουνε στην Καλαμωτή και να τους μνημονεύουνε για την ψυχική τους σωτηρία. Σύμφωνα με την επιθυμία των διαθετών, δεν θα μπορούσαμε να μείνουμε πάνω από δύο νύκτες. Αυτός ο περιορισμός όμως δεν δημιουργούσε στους ίδιους κανένα πρόβλημα γιατί έτσι κι αλλιώς στα σχέδιά τους ήτανε να μείνουνε ίσα – ίσα τρεις μέρες. Τους είπανε ακόμα οι Γέροντες πως δεν πρέπει να νοιάζονται για το πού θα βρουν το λάδι, για τα λυχνάρια να βλέπουνε τη νύχτα και τα καντήλια στα εικονίσματα. Ο Μιχάλης και η Μαρού είπανε τα έξοδα για το λάδι να βγαίνουνε από ό,τι άφηνε το υποστατικό της Χαλικούρας, αεί και πάντοτε.


Το ξενοδοχείο ήτανε κοντά στην Αγία Παρασκευή, ανάμεσα στη στενάδα και στο σπίτι του παπά Νικόλα του Γαλάτουλα. Πηγαίνοντας εκεί, μαζί με το Γέροντα Νικόλα τον Κονταράτο, είδανε πως στο δρόμο του ξενοδοχείου είχε πολύ κόσμο.

Σαν φτάσανε ο Γέροντας τους είπε και το πρόγραμμα της Κυριακής που ξημέρωνε αύριο.

Όταν πρώτα ο Θεός ξημέρωνε, ύστερα από τη Λειτουργία, θα πηγαίνανε να δούνε στη βίγλα της Κώμης. Το απόγευμα, θα βλέπανε τη Λαϊκή Συνέλευση των κατοίκων, που θα γινόταν στην Αγία Παρασκευή, για να βγάλουνε τους καινούργιους Γέροντες.

Πραγματικά, όταν ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα, πήγανε στην Αγία Παρασκευή να λειτουργηθούνε. Ύστερα ξεκινήσανε για τη Βίγλα καβάλα στα γαϊδούρια. Για συντροφιά και οδηγός, ήλθε ο Γέροντας Κώστας ο Χρυσολουράς.

Ο Γέροντας αυτός ήτανε ευδιάθετος και ήτανε όλο γέλια και χωρατά.

-Χίος γέλως, παρατήρησε κάποιος από τη συντροφιά.

Όταν όμως φτάσανε στον Πορό ο Γέροντας άλλαξε ξαφνικά. Για την ακρίβεια έγινε έξω φρενών. Στην άκρη του δρόμου που πηγαίνανε, ήτανε μια γυναίκα που μάζευε τσιχουρίδες και άλλα χορτάρια για μαγείρεμα. Εκείνη μόλις τους κατάλαβε έγινε κατακόκκινη και με δάκρυα άρχισε να παρακαλεί το Γέροντα να τη λυπηθεί και να μη δώσει συνέχεια στο θέμα.

Στην απορία τους για το τι συνέβη, εκείνος τους εξήγησε πως ήτανε η Αγγελίνα του Σούβλη. Καλή γυναίκα, συμπλήρωσε. Και ανήμπορη. Είχε περιπέσει όμως, έτσι το είπε, στο βαρύ παράπτωμα αλλά και σοβαρό αμάρτημα να μην πηγαίνει στην Εκκλησία όπως έπρεπε, μα να τρέχει Κυριακάτικα πρωί – πρωί στα χωράφια.

Τους είπε μάλιστα ακόμα πως η Αγγελίνα το ήξερε, γιατί λίγο καιρό πριν, δυο ή τρεις μήνες η Κοινότητα αποφάσισε να μη δουλεύουνε τις Κυριακές και τις Δεσποτικές εορτές. Την απόφαση αυτή είπε με έμφαση τη διαβάσανε και στο Λιβάδι. Τήνε γράψανε ακόμα σε χαρτί που έλεγε ότι όποιος έχανε τη λειτουργία, «...να έχει την κατάραν του Θεού και της Παναγίας και των ιερέων ολονών και οι γέροντες να παιδεύγουν τους παροίκους εξωτερικά και κλησιαστικά....».

-Περίεργο θέλησε να αστειευτεί κάποιος από τη συντροφιά. Δεν έκαμε κανένα ορθογραφικό λάθος. Οι υπόλοιποι τον αγνοήσανε. Βλέποντας την ταραχή της Αγγελίνας μερικοί παρατηρήσανε μεταξύ τους πως αλλάξανε πολλά από τότε. Σκεφτότανε ακόμα το τι είχε να τραβήξει εκείνη και δικαιολογούσανε τις ικεσίες της για να μην τιμωρηθεί για την επιπολαιότητά της να έβγει για χορτάρια πρωί – πρωί Κυριακάτικα.


Στο δρόμο προς τη βίγλα συναντήσανε τον Κώστα Αντρέτα – όπως τους συστήθηκε - , ο οποίος επέστρεφε από την εξοχή καθισμένος στο υποζύγιό του, ενώ είχε φορτώσει και το άλετρο στο ζώο. Μπροστά πήγαινε ένα ζευγάρι βόδια, με το ζυό στους ώμους τους, απαραίτητο για το όργωμα των χωραφιών μαζί με το άλετρο.

Ο Κώστας ο Χρυσολουράς, που τους συνόδευε, τους εκμυστηρεύθηκε ότι ο Αντρέτας ήταν ένας από τους καλύτερους παροίκους του χωριού, με μεγάλη κτηματική περιουσία που απασχολούσε στις δουλειές του πολλά κοπέλια.

Στην Κώμη φτάσανε σε μισή ώρα πάνω κάτω. Από εκεί ανεβήκανε στο ύψωμα ανατολικά που βρισκότανε η βίγλα.


Η θέα από εκεί ήτανε βέβαια ωραία αλλά και γνώριμη. Ο Προφήτης Ηλίας η Οριά, το Βενέτικο όλα τα ίδια. Όμως αυτό που έβλεπαν κάτω από τα πόδια τους, συμφωνούσαν ο καθένας μονάχος του χωρίς μιλιά, δεν είχε σχεδόν καμιά σχέση με ό,τι ξέρανε στα χρόνια τους. Μονάχα κοιταζότανε μεταξύ τους σκεφτικοί και με νόημα. Άσκημα κτήρια, τυχαία και χωρίς καμιά λογική σκορπισμένα στον γιαλό, ήτανε εκεί όπου βρισκότανε τώρα τα κρινάκια του γιαλού, οι αρμύρες και η άμμος που απλωνότανε όπου έφτανε το μάτι.

Βιγλάτορας αυτή τη χρονιά ήτανε ο Νικόλαος Γριπιώτης, που τους καλοδέχτηκε. Του σπάσανε τη μονοτονία και τη μοναξιά όπως είπε. Τους εξήγησε, με στόμφο θα έλεγε κανείς, πόσο σημαντική για την ασφάλεια του κόλπου της Καλαμωτής και της περιοχής γενικότερα, είναι η δουλειά που είχε αναλάβει εκεί. Τους έδειξε ακόμα τις άλλες δυο βίγλες που υπήρχανε εκεί. Μια στον Προφήτη Ηλία και μια στον Εμπορειό. Θέλησε ακόμα να τους δείξει πώς δουλεύει το σύστημα αυτό με τις βίγλες. Άναψε για το λόγο αυτό μια μικρή φωτιά στο πάνω μέρος, στην ταράτσα της θα λέγαμε. Τον καπνό που βγήκε τον είδε ο βιγλάτορας από μια άλλη βίγλα έξω από το χωριό, που άναψε και εκείνος μια φωτιά, δείχνοντάς τους πως είδε το δικό τους σινιάλο.

-Επανάδραση! Πήγε να πει ο Κυβερνητικός, μα αμέσως οι άλλοι τον αγριοκοιτάξανε, και του κόπηκε κάθε διάθεση για κουβέντα.

-Φρυκτωρία πες καλύτερα, είπε κάποιος άλλος από τη συντροφιά.

Γυρίζοντας στο χωριό ο Γέροντας τους πήγε να δουν ένανε αλωνότοπο-όπως τους τον είπε- λέγοντάς τους το πόσο καλός για τη δουλειά αυτή ήτανε. Βολικός στο κουβάλημα και με καλούς αγέρηδες για το ξενέμισμα.


Σε μερικά από τα αλώνια αυτά κάποιοι είχανε δυο βούδια που τραβούσανε ζεμένη στο ζυό τη λουκάνη. Πάνω της, στεκότανε ένας μικρός, ή η γυναίκα του νοικοκύρη ώστε με το βάρος να τρίβονται πιο εύκολα τα αστάχια. Όλοι όσοι δουλεύανε στ’ αλώνια ήτανε με ελαφριά ρούχα. Φορούσανε ακόμα καπέλο ή μαντήλι για τον ήλιο και για τον ιδρώτα να μην κυλά στα μάτια τους. Η απορία τους, γιατί δεν τους τιμωρούν αυτούς όπως την καημένη την Αγγελίνα του Σούβλη, ήτανε εύλογη. Ο Γέροντας τους απάντησε πως η δουλειά αυτή, σίγουρα ξεκίνησε μετά τη Λειτουργία. Τους έδειξε μάλιστα ένανε πάροικο που πήγαινε, καθισμένος στο ζωντανό, τα ζώα του για να βοσκήσουνε. Τους είδα όλους το πρωί στην Εκκλησιά είπε αθωώνοντάς τους.


Στο χωριό γυρίσανε αργά το μεσημέρι. Για φαγητό δεν είχανε να νοιαστούνε. Από την προηγούμενη μόλις φτάσανε στην Καλαμωτή τους είχε καλεσμένους ο Γέροντας Κώστας ο Χρυσολουράς, ο ίδιος που τους πήγε στη βίγλα της Κώμης. Μετά το φαγητό πήγανε να ξεκουραστούνε στο ξενοδοχείο του χωριού που περάσανε τη νύχτα. Θέλανε να δούνε με προσοχή και ενδιαφέρον τη Λαϊκή Συνέλευση που ήτανε να γίνει το απόγεμα.


Πριν μπούνε στο ξενοδοχείο τους σταμάτησε ο Γιάννης του Μίχαλου, που έμενε ακριβώς δίπλα. Φαίνεται πως τους περίμενε, γιατί μόλις φανήκανε βγήκε από εκεί γελαστός και τους κάλεσε για ένα κέρασμα. Εκείνοι αρνηθήκανε, στενοχωρημένοι που δεν μπορούσανε να ανταποκριθούν στην τόσο ευγενική πρόσκληση. Του εξήγησαν, με το φόβο μην τον κακοκαρδίσουνε, πως είχανε πολλές δουλειές μπροστά τους.

Ξεκουραστήκανε για λίγο και αφού αλλάξανε τα ρούχα τους με κάτι πιο επίσημο, τραβήξανε για το Λιβάδι. Στο δρόμο βρήκανε την Ξένη του Κουφού, με μια στάμνα στον ώμο. Ήτανε αγαναχτισμένη που περίμενε τόσην ώρα να τη γεμίσει. Ο επιδρομητής τους είπε δεν ήτανε σε θέση, ποιος ξέρει, να φτιάξει τα κανάλια που πηγαίνουνε το νερό στις βρύσες και αναγκάστηκε να γυρίσει σπίτι της άπραχτη.


Πηγαίνοντας για την εκκλησία του Άη Γιάννη, είδανε μια ομάδα οχτώ με δέκα αθρώπους που βγαίνανε από ένα σπίτι. Άντρες και γυναίκες. Το σπίτι σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ήτανε σε πολύ καλή κατάσταση και θα το λέγανε μεγαλόπρεπο. Η ομάδα αυτή συζητούσανε έντονα μεταξύ τους, με μια ευχάριστη διάθεση. Τους χαιρέτησαν εγκάρδια, δίνοντάς τους έτσι το θάρρος να τους πούνε ποιοι ήτανε. Μάθανε και εκείνοι με τη σειρά τους ότι το σπίτι από όπου μόλις βγήκανε ήτανε του Νοτάρου. Πήγανε εκεί για το προικοσύμφωνο της νύφης που θα παντρευότανε την άλλη Κυριακή. Εκείνοι ήτανε εκτός από τους γονιούς του ζευγαριού και οι μάρτυρες. Τους καλέσανε, στις χαρές όπως είπανε των αρραβωνιασμένων, μα «θα φύγουμε αύριο» είπανε στενοχωρημένοι.


Λίγο πιο κάτω μια χαριτωμένη μικρομάνα, με το μωρό στην αγκαλιά, τους καλωσόρισε με ευγένεια και γεμάτη χαρά. Είχε πληροφορηθεί την άφιξή τους από τον Γέροντα Σίδερο Σαραντινό και ανυπομονούσε πολύ να τους συναντήσει.

Περνώντας από την εκκλησία ακούσανε μέσα φωνές και φασαρία. Μπήκανε και είδανε τους εφημέριους και τους αδελφούς της, να τσακώνονται με το Μαστρονικολή τον Ταλιαδούρο. Του ζητούσανε, με τρόπο που δε σήκωνε αντιρρήσεις, «..να κάμει το τέμπλο ωσάν και της Κάτω Παναγίας και εις σε όλα τα πάντα και να του δώσουν 90 ασηλλάνια...», όπως είπανε και έλεγε και το Συμφωνητικό που επισημοποιούσε την πράξη.

Όταν φθάσανε στο Λιβάδι, ένας πάροικος έτρεξε χαρούμενος κατά πάνω τους. Απορήσανε τι να ήτανε το ευχάριστο που είχε να τους πει. Όπως τους συστήθηκε, ήταν ο Νικόλας του Ξενούκλα.

-Ήμουν μπροστά εχτές που πουλούσε το δούλο του ο Γιώργης ο Λεωτζίνης. Είδα που σας παρεξένεψε και σας πείραξε αυτό, και ήρτα να σας πω τα νέα. Ο Μιχάλης του ποτέ Στεφάνου Μαΐστρος, το λοιπό, έδωσε στον σκλάβο του την «…τελείαν ελευθερίαν και να μην έχει κανέναν εμπόδιον της σκλαβίας από τον μιχάλιν και από τους εξαυτού συγγενείς και κληρονόμους…». Αυτό, τους είπε το ‘γραψε, όπως το ακούτε, στο βιβλίο ο νοτάρος και το διάβασε στο σπίτι του ιεροδιάκου Ψακάκη πρωτύτερα. Ήτανε και μάρτυρες μπροστά τόνισε, για να δείξει προφανώς το επίσημο της πράξης αυτής.

Ήτανε σχεδόν σίγουροι πως ο Νικόλας του Ξενούκλα, ήθελε με το νέο αυτό να αλλάξει την κακή εντύπωση που τους έκανε αυτό που είχε γίνει.

Στο Λιβάδι, μπροστά από την Πάνω Παναγιά, ήτανε πολλοί μαζεμένοι που γινόταν ολοένα και περισσότεροι. Τους χαιρετούσαν και τους καλοδέχονταν οι Γέροντες. Καθώς δεν ξέρανε τι συνέβαινε τους παραξένεψε όλη αυτή η επισημότητα και θέλησαν να μάθουν το λόγο.

Τους είπανε λοιπόν πως αυτοί που ερχότανε ήτανε και αυτοί Γέροντες από τα γύρω χωριά. Μαζευότανε όλοι μαζί για να συζητήσουνε πριν από τη Λαϊκή Συνέλευση του χωριού διάφορα θέματα που αφορούσαν όλα τα Μαστιχόχωρα.

Ξέρανε ήδη, από την εμπειρία που αποκτήσανε μερικούς αιώνες αργότερα, ότι τότε δεν είχε συσταθεί ακόμα το Κοινό των Μαστιχοχωριτών και ότι τέτοιου είδους άτυπες οπωσδήποτε συγκεντρώσεις γινότανε συνήθως στην Καλαμωτή που αποτελούσε από πολύ παλιά το διοικητικό κέντρο των Νοτιοχώρων.

Στη συζήτηση ανάμεσα στους Γέροντες που ξεκίνησε, έγινε προσπάθεια να αντιμετωπίσουν προβλήματα που αφορούσαν την ευρύτερη περιοχή, όπως το πώς θα λειτουργούν οι βίγλες και το ποιες θα είναι οι περιοχές της ευθύνης της κάθε μιας, η χάραξη, η διάνοιξη και η συντήρηση των αγροτικών δρόμων. Κυρίως όμως τους απασχολούσαν τα άδικα χαράτσια και τα πρόστιμα που, όπως είπε ο Παπαγεώργης το Δεκοκτούδην από τα Νένητα, «μας έριξαν οι άρχοντες της Χώρας». Όπως τους εξήγησαν οι πάροικοι του χωριού, υπήρχε πάντα μια αντίθεση και ένταση ανάμεσα στους Δημογέροντες της Χώρας και στους Γέροντες των Μαστιχοχώρων. Αιτία της κατάστασης αυτής ήταν, τα ειδικά προνόμια και η ελαφρότερη φορολογία που είχαν παραχωρηθεί από τον Σουλτάνο στα Νοτιόχωρα, γεγονός που ενοχλούσε τους άλλους Χιώτες.

Όταν φύγανε οι παραχωριανοί, μαζευτήκανε πιο πολλοί Καλαμωτούσοι, για να βγάλουνε τους καινούργιους Γέροντες.

Τους κανόνες με τους οποίους έγινε η εκλογή δεν μπόρεσαν πάντως να τους μάθουνε. Ποιοι είχαν δικαίωμα ψήφου δηλαδή, οι παλιοί Γέροντες για παράδειγμα και προεστοί του χωριού ή και ο κοινός λαός. Ούτε και τη διαδικασία της ψηφοφορίας μπόρεσαν να την καταλάβουνε.

Στο τέλος όμως ανακοινώθηκε με επίσημο τρόπο από τους παλιούς Γέροντες, πως οι νέοι Γέροντες του χωριού για την επόμενη χρονιά θα είναι ο Παπασταμάτης ο Μαΐστρος και ο Ξένος ο Σαραντινός. Αυτή η ανακοίνωση γράφτηκε στο κατάστιχο ως εξής: «....να ίνε εξουσιαστέ εις ώλα τα πάντα του αυτού χωρίου και να σιντρέχουν και εις σε ώτι αφεντικήν δουληάν τρέξι και να σινάσουν και το βασιλικόν εμήρη και τάσαν και εξόδια του αυτού χωρίου εις σε φόβον Θεού και κατάστιχου αδόλου....». Ύστερα τη διαβάσανε δυνατά να την ακούσουνε όλοι.

Αν και ήτανε κουρασμένοι όλη μέρα στο πόδι, μαζέψανε όλη τους τη διάθεση και συγχαρήκανε τους νέους Γέροντες.

Πηγαίνοντας στο ξενοδοχείο τους έτυχε ένα απρόσμενο και φαιδρό οπωσδήποτε, για εκείνους που δεν ξέρανε τη ζωή στο χωριό, περιστατικό.

Ένα γουρούνι γύριζε στο δρόμο μπροστά από το ξενοδοχείο. Το αφεντικό πίσω του το κυνηγούσε να το πιάσει, ενώ ένας Επίτροπος του φώναζε πως πρέπει να πληρώσει ένα ασηλλάνι πρόστιμο. Φώναζε ακόμα- προφανώς για να κάνει πιο επίσημη την απειλή του ή και για να δείξει ότι δεν ήτανε από δική του αυθαιρεσία- ότι έτσι έλεγε η κοινοτική απόφαση.


Πιο κει ο Παντελής ο Μεντόνης και ο Κώστας ο Τριαντάφυλλος, έβλεπαν με προσοχή αυτό που γινότανε και κάτι λέγανε ψιθυριστά μεταξύ τους. Το ύφος τους έδειχνε πως σχολίαζαν το γεγονός με εμφανώς ιλαρή διάθεση.

Αργότερα ο Επίτροπος τους εξήγησε ότι τα διάφορα ζώα που γύριζαν λυτά λερώνανε τους δρόμους του χωριού. Άμα βγαίνανε στα χωράφια μην το συζητάς. Κάμνανε ζημιές στα σπαρτά, στους κήπους, παντού. Γι αυτό έβαλε η Κοινότητα πρόστιμα στα αφεντικά τους. Αν δεν γινότανε δυνατόν να τα κάμουνε ζάφτι είχανε δικαίωμα μέχρι και που να τα σκοτώσουνε. Γι αυτό και βάλαμε στην Απάνω Πόρτα την Ερηνού να φυλάγει τα μουχτερά.

-Λύθηκε το μυστήριο με την Ερηνού και τα υψηλά της καθήκοντα. Θέλησε να ειρωνευτεί κάποιος από τη συντροφιά, που ήτανε φανερό δεν ήξερε και δεν μπορούσε να καταλάβει τι σήμαινε να έχεις ένα χωράφι και να έρχεται λυτό το ξένο ζο μέσα.

Ξημέρωσε η Δευτέρα, η τελευταία ημέρα, όπως είχανε κανονισμένο, που θα μένανε στην Καλαμωτή. Το πρωί τους ξύπνησε ένας άγνωστος σε αυτούς που όπως είπε τον είχανε σταλμένο οι Γέροντες του χωριού. Οι καινούργιοι! τους τόνισε με στόμφο. Τους είπε πως η σημερινή μέρα ήτανε σημαδιακή για το χωριό. Θα ερχότανε είπε ο Σακίζ Εμίνης με όλη την ακολουθία του για να πάρει το μαστίχι.

-Σας το φυλάγανε κρυφό τους τόνισε, γι αυτό και δε σας είπανε τίποτα τόσες μέρες. Να το ευχαριστηθείτε, πιο πολύ.

Τους είπε ακόμα πως όλο το επιτελείο του Σακίζ Εμίνη ήταν στο Λιβάδι και έπαιρνε το μαστίχι από τους αθρώπους.

-Η Καλαμωτή είναι, αρχόντοι μου, το τελευταίο χωριό και απεδώ θα φύγουνε τα φορτώματα με τον Σακίζ Εμίνη, για τη Χώρα. Αρχόντους τους είπε και εκείνοι δε μπορέσανε να κρύψουνε ένα χαμογελάκι συγκατάβασης κάποιοι, ή ειρωνικό οι υπόλοιποι.

Η χαρά τους ήτανε μεγάλη, όταν άκουσαν τα νέα αυτά. Θα βλέπανε, σκεφτήκανε, μπροστά στα μάτια τους κάτι σημαντικό και μοναδικό εδώ που τα λέμε, που μόνο περιγραφές του, είχανε από τα παλιά χαρτιά. Είχανε μάθει πώς αυτό γινότανε μια φορά το χρόνο και καταλάβαιναν πως ακόμα και στα χρόνια τους το μαστίχι ήτανε πολύ σημαντικό, όχι μόνο για τα χωριά τους μα και για τη Χίο γενικότερα. Δεν ήτανε και λίγο αυτό που θα ζούσανε…

Ετοιμαστήκανε γρήγορα – γρήγορα και βγήκανε στο δρόμο για το Λιβάδι.


Πηγαίνοντας συναντήσανε τη Φραγκογιώργαινα που την ακολουθούσανε δυο μικρά παιδιά. Στο χέρι της είχε ένα δρεμόνι. Τους είπε πως το πήγαινε στους κοσκινιστές του Εμίνη να καθαρίσουνε το μαστίχι. Έδειχνε ευχαριστημένη, και περήφανη που έστω και έτσι θα έπαιζε κάποιο ρόλο σε ένα τόσο σημαντικό γεγονός.

Στο Λιβάδι κανείς από τους ανθρώπους του Σακίζ Εμίνη δεν τους έδωσε σημασία. Ήτανε απορροφημένοι από τη δουλειά του ο καθένας. Το συντονισμό και την εποπτεία τους την είχε ο μισέ Μπαστηάς, επιστάτης και γραμματικός. Ήτανε ανώτατος υπάλληλος που τον είχε διορισμένο με φιρμάνι ό ίδιος ο Σουλτάνος. Στα καθήκοντά του είχε το μάζεμα, τη διαλογή και το ζύγισμα του μαστιχιού. Το προϊόν ήτανε πανάκριβο και όλα έπρεπε να γίνονται με την προσοχή που έπρεπε.

Ένας – ένας οι παραγωγοί έφερναν το μαξούλι τους, το οποίο πριν απ’ όλα οι άνθρωποι του Σακίζ Εμίνη το κοσκίνιζαν να καθαριστεί από τα τελευταία χώματα και όλα τα άχρηστα. Ύστερα έκαμναν τη διαλογή του, το ζύγιζαν και τελευταία το έβαζαν σε ξύλινα κιβώτια για τη μεταφορά στη Χώρα.

Το τι γινότανε στην πραγματικότητα δεν χρειάστηκε να τους το δείξει κανένας. Το έβλεπαν μπροστά στα μάτια τους. Δεν έκαμνε άλλωστε κανείς τους την ελάχιστη έστω προσπάθεια να κρύψει το παραμικρό από τους υπόλοιπους ούτε φυσικά από τους άγνωστους ξένους. Από κάθε ένανε παραγωγό ο ζυγιστής που ήτανε εβραίος, έπαιρνε μια φούχτα μαστίχι για τον εαυτό του και μια για τον Αγά. Αλλά και οι υπόλοιποι, άλλος λίγο άλλος πολύ, έπαιρναν κάτι από το πολύτιμο αυτό αγαθό, πριν βέβαια ακόμα το ζυγίσουνε. Έτσι αυτό που φαινότανε ότι αυτό που παράδωσε ο παραγωγός ήτανε πολύ λιγότερο από ότι είχε πραγματικά φερμένο.

-Ξετσίπωτο κλέψιμο των καμένων των παραγωγών, είπανε χαμηλόφωνα μεταξύ τους, μην τους ακούσουνε. Ήτανε αγανακτισμένοι αλλά και φοβισμένοι. Δεν ξέρανε με το θράσος που είχανε μέχρι πού ήτανε ικανοί να φτάσουνε.

Διαπίστωσαν ακόμα πως όλοι τους ήτανε συνένοχοι στο κλέψιμο αυτό. Ο επικεφαλής της χωροφυλακής, ο αρχιφύλαξ του κονακίου, ο κοσκινιστής, ο σαμαράς, ο ακόμα και αυτός που έκαμνε τα κιβώτια αλλά και άλλοι, έπαιρναν από μια μικρή ή μεγάλη ποσότητα μαστιχιού, που από ότι μάθανε έφτανε από τις δύο μέχρι τις δώδεκα οκάδες, ανάλογα με τη θέση του καθενός στην όλη διαδικασία. Το πιο πολύ μαστίχι πάντως που το βάρος του έφτανε αν δεν ξεπερνούσε τις τριάντα οκάδες, όπως υπολογίσανε με το μάτι, το κρατούσε για δικό του «δώρο» ο επιστάτης.

Όταν το μαστίχι που έφερνε ο παραγωγός ήταν παραπάνω από το φόρο που έπρεπε να πληρώσει και τη διαφορά την αγόραζε υποχρεωτικά ο Σακίζ Εμίνης σε εξευτελιστική όμως, τιμή.

Εκείνοι ακόμα από τους παραγωγούς που δεν μπόρεσαν για διάφορους λόγους ο καθένας, να παραδώσουν τόσο μαστίχι όσος τουλάχιστον ήτανε ο φόρος που έπρεπε να πληρώσουν, είχαν συνέπειες. Ανατρίχιασαν λοιπόν όταν έβλεπαν τι έκαμναν σε αυτούς τους δυστυχισμένους. Δεν περιοριζόταν στο να τους υποχρεώσουν να αγοράσουν την ποσότητα που έλλειπε ή να πληρώσουν πρόστιμο. Τους ξευτέλιζαν με βρισιές και άλλες τιμωρίες, μπροστά στους άλλους χωριανούς τους ακόμα στα μάτια των παιδιών τους.

Τελικά από αυτά που ζήσανε τις τρεις μέρες στο χωριό το πιο σημαντικό, κορυφαίο το είπε κάποιος, ήτανε ακριβώς η συγκέντρωση του μαστιχιού από τα όργανα του Σακίζ Εμίνη. Πριν απ’ όλα γιατί ήταν κάτι που δε γινότανε κάθε μέρα. Γι αυτό και αισθανθήκανε τυχεροί με τη συγκυρία. Παρακολουθώντας όμως όλη αυτή τη διαδικασία κατάλαβαν το τι συνέβαινε εκείνα τα χρόνια μεταξύ των παραγωγών του πλούτου της Χίου και των επικαρπωτών του, των Οθωμανών δηλαδή κατακτητών. Τους γέμισε πίκρα η στυγνή εκμετάλλευση, αλλά και η απαξίωσή των κατοίκων της Καλαμωτής, οι οποίοι στο κάτω - κάτω δεν ήταν κάποιοι ξένοι αλλά πρόγονοί τους. Μακρινοί οπωσδήποτε, πρόγονοί τους όμως. Το μόνο που τους γλύκανε κάπως την πίκρα αυτή και τους παρηγόρησε ήτανε πως τουλάχιστον οι κάτοικοι των Μαστιχοχώρων έστω και με την άδικη αυτή μεταχείριση, με τα προνόμια και τις ελευθερίες που είχανε, ακόμα και υποθηκευμένα και υπό αίρεση ζούσανε λιγότερο άσχημα από τους υπόλοιπους ραγιάδες ακόμα και στην ίδια τη Χίο.

Αλλά και αυτό ήτανε υπό αίρεση, όπως κάθε προνόμιο που έδιναν οι Οθωμανοί στους Ραγιάδες.

Έχοντας αυτές τις σκέψεις ο καθένας στο μυαλό του, τους πλησίασε ο Γέροντας Νικόλαος Κονταράτος και τους είπε πως κανονίστηκε να πηγαίνανε στη Χώρα με το μαστίχι του Σακίζ Εμίνη. Για σιγουριά, τους τόνισε.

Τους είπε ακόμα πως όπως ήτανε το σχέδιο, ο Αγάς από το Πυργί, θα έφτανε στην Καλαμωτή απομεσήμερο, και ύστερα από ομιλία του στους Καλαμωτούσους, μαζί με τη συνοδεία και το μαστίχι του θα έφευγε για τη Χώρα.


Ήτανε πια μεσημέρι και δεν ήτανε δυνατόν να καθυστερήσουνε. Έπρεπε να πάνε στο ξενοδοχείο να ετοιμάσουνε τα πράματά τους και να φάνε κάτι, στο ταβερνείο που ξέρανε. Θέλανε ακόμα να είναι έτοιμοι το βράδυ στο Λιβάδι που θα μιλούσε ο Αγάς.

Φεύγοντας από το ξενοδοχείο φορτωμένοι, κάμποσοι χωριανοί με τον παπά πρώτο – πρώτο τους ευχήθηκαν να πάνε στην ευχή του Θεού. Την ίδια στιγμή γυναίκες από τα ξάτα γύρω – γύρω τους κουνούσανε τα χέρια, λέγοντάς τους ευχές.

Κατά τις τέσσερις μάθανε πώς ο Αγάς και η συνοδεία του από στιγμή σε στιγμή θα ήτανε στην Κάτω Πόρτα και θα έμπαινε στο χωριό. Τρέξανε όλοι να τον υποδεχτούνε. Εντύπωση τους έκανε που όλοι οι χωριανοί δεν φορούσανε τα καλά τους όπως τα ξέρανε αλλά άσπρα ρούχα σαν στολή.

Βγήκανε έξω από το χωριό και είδανε την πομπή που πλησίαζε. Μπροστά - μπροστά ήτανε στρατιωτική μουσική, ενώ τον ίδιο τον Αγά περιτριγύριζαν τσοχαντάρηδες, και πολλοί ντόπιοι της υπηρεσίας του. Η εικόνα παρατηρήσανε πως ταίριαζε περισσότερο σε στρατιωτικό αρχηγό, παρά σε πολιτικό αξιωματούχο όσο ψηλά και να βρισκότανε στην ιεραρχία, όπως ο Αγάς που ο ρόλος του περιοριζότανε στο να μισθώνει τους φόρους.

Η ακολουθία μπήκε στο χωριό. Ο Αγάς σταμάτησαν στο Λιβάδι ενώ τα φορτωμένα με τα κιβώτια του μαστιχιού ζώα προχώρησαν και σταμάτησαν στην Απάνω Πόρτα.

Το τι είπε ο Αγάς στους συγκεντρωμένους δεν μπορέσανε να το ακούσουνε, γιατί ήτανε μακριά. Εκείνοι πάντως τον ακούγανε με προσοχή. Όταν ο Αγάς τελείωσε εκείνοι φέρανε τα ζώα τους και φόρτωσαν τα κιβώτια με το μαστίχι. Αφού τελείωσε και αυτό βγήκαν από την Πάνω Πόρτα πάλι με τον Αγά μπροστά. Εκεί συναντήθηκαν με αυτούς που περίμεναν και όλοι μαζί ξεκίνησαν για τη Χώρα, από το δρόμο της Σικελιάς. Από ό,τι τους είπανε θα πηγαίνανε με τις μουσικές να παίζουνε συνέχεια, στο Κάστρο όπου θα το άφηναν το μαστίχι σε μια μεγάλη αποθήκη.

Εκείνοι μείνανε πίσω. Προτιμήσανε να γυρίσουνε μονάχοι τους όπως θέλανε και μπορούσανε. Χαιρέτησαν την Ερηνού που κολακευμένη τους γέμισε με ευχές σταυροκοπώντας τους, όπως απομακρυνόταν από το χωριό.

Το περπάτημα ήτανε δύσκολο τώρα. Η ανηφόρα για τη Σικελιά ήτανε μεγάλη και αμάθητοι όλοι τους περπατούσανε με δυσκολία που όσο πήγαινε γινότανε μεγαλύτερη. Ήθελε και προσοχή γιατί ο δρόμος, στενός, κατσικόδρομος δηλαδή, ήτανε ανώμαλος και ο κίνδυνος να ξεραχωθούν που είπε ένας τους, παραμόνευε. Κάποιος όμως παρά το ότι είχε το νου του παραπάτησε. Άπλωσε τα χέρια του να πιαστεί από κάπου, αν και δεν υπήρχε τίποτα κοντά του και έπεσε βγάζοντας μια φωνή.

-Α! Α! Α!

Οι άλλοι γύρω του κοιταχτήκανε απορημένοι. Τι τρέχει τον ρωτήσανε. Αυτός τους έβλεπε έναν – έναν, με προσοχή. Φαινότανε πιο πολύ παραξενεμένος από εκείνους. Βρισκότανε εκεί που ήτανε πριν πάνε στην Καλαμωτή, τρεις μέρες πριν.

-Πότε ήρθαμε κιόλας; Ρώτησε.

-Μα δεν φύγαμε καθόλου, του είπανε.

-Και το τριήμερο στην Καλαμωτή;

Όλοι γελάσανε.

-Σε πήρε ο ύπνος καμένε μου, του είπε ο Κυβερνητικός, ο οποίος δεν συσχέτισε το περιστατικό με κάποιο νόμο της Φυσικής. Ευτυχώς.

Γέλασε στο τέλος και ο ίδιος ο ταξιδιώτης του χρόνου.

-Τόσο ζωντανό βρε παιδιά όνειρο δεν ξανάδα. Πάντως ήμουνα τυχερός που έζησα έστω και έτσι αυτή την εμπειρία. Και άρχισε να τους λέει το όνειρο.

-Τα ξέρουμε – τα ξέρουμε τον σταμάτησαν. Τόσον καιρό βλέπανε τα ίδια και τα ίδια. Βαρεθήκανε…

III.

Κάτσανε ύστερα και αναστοχάστηκαν όλα όσα έμαθαν μελετώντας τα παλιά αυτά έγγραφα.

Συμφώνησαν πριν από κάθε τι πως ήταν τυχεροί που το χωριό τους δεν καταστράφηκε από το μεγάλο σεισμό του 1881, όπως πολλά από τα Μαστιχόχωρα, όπως τα Νένητα ή η Καλλιμασιά. Πολλά από αυτά που διαβάσανε θα γινότανε σε άλλο περιβάλλον εντελώς άγνωστο ίσως στους ίδιους. Αντίθετα τώρα το χωριό ήτανε αναγνωρίσιμο μια και εύκολα μπορούσαν να ταυτιστούν οι περιγραφές με αυτά που ξέρανε.

Μια δεύτερη, σημαντική επίσης, διαπίστωση είναι ότι η Καλαμωτή έσφυζε από ζωή. Ήτανε ένα χωριό διαφορετικό από το τωρινό που έχει αδειάσει από τους πολλούς κατοίκους του. Οι άνθρωποι τότε φορούσανε αλλιώτικα ρούχα είχανε άλλη ιδιοσυγκρασία και κοινωνική συμπεριφορά, σε σχέση με τους τωρινούς.

Η έλλειψη γραμματικών γνώσεων όπως αποτυπωνότανε στα κείμενα αυτά, τα οποία τα έγραφαν οι γραμματισμένοι της εποχής, ήτανε ολοφάνερη. Ακτινοβολούσαν όμως μια κοινωνική παιδεία και αυτοσεβασμό που εκδηλωνόταν στο πώς φέρονταν και ένιωθαν τους χωριανούς τους, στη σχέση τους με το Θείο και την Εκκλησία, στην τήρηση των υποχρεώσεων τους απέναντι στην Κοινότητα, στη σοφία που η πείρα τους είχε διδάξει και γενικά στη στάση ζωής που είχαν χαράξει.

Στη συνέχεια προσπαθήσανε να στοχασθούν και να τοποθετηθούν πάνω σ’ ένα πιο καίριο θέμα:

Εάν δηλαδή το νόημα και η αξία της ζωής δεν είναι συνάρτηση μόνο του βιοτικού επιπέδου, των υλικών ανέσεων και των καταναλωτικών αγαθών που ο καθένας έχει στη διάθεσή του, και αν ο σύγχρονος Καλαμωτούσης ζει πιο σωστά, είναι πράγματι πιο ευτυχισμένος από αυτόν του 17ου αιώνα;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό συμφώνησαν δεν είναι καθόλου προφανής ούτε εύκολη, όπως βιαστικά θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει. Και τούτο γιατί η ευτυχία είναι μια σύνθετη έννοια, μια εσωτερική υπόθεση του κάθε ανθρώπου με έντονη υποκειμενική χροιά. Μπορεί, βέβαια, να συναρτάται με τα πρότυπα, τις αξίες και τον πολιτισμό της εποχής του αλλά βιώνεται ατομικά, είναι θέμα ερμηνείας και αποδοχής των στερεότυπων της Κοινωνίας και εξαρτάται από την ιδιοσυγκρασία και τη θεώρηση της ζωής που ο καθένας επιφυλάσσει για τον εαυτό του.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι στη σύγχρονη εποχή ο άνθρωπος εργάζεται λιγότερο και υποφέρει περισσότερο. Πολλαπλασιάζει τις ανέσεις του και αυξάνει το άγχος του. Πληθαίνει τις απολαύσεις του και μεγαλώνει τη δυστυχία του. Αισθάνεται μέσα του ένα τεράστιο κενό που η κάλυψή του είναι συνήθως αντιστρόφως ανάλογη προς το μέγεθος και την αφθονία των ευκολιών και των υλικών αγαθών που χρησιμοποιεί. Παρά τις τεράστιες δυνάμεις που διαθέτει, χάνει όλο και περισσότερο την κυριαρχική του θέση μέσα στον κόσμο και υποδουλώνεται σ’ αυτόν, ενώ ταυτόχρονα απειλείται από τον κίνδυνο του απανθρωπισμού και του ολοκληρωτικού αφανισμού του.

Η τεχνολογία προσφέρει στον άνθρωπο απεριόριστες δυνατότητες για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του και να κάνει ανετότερη τη ζωή του. Παρ’ όλα όμως αυτά, ούτε οι ανάγκες του ανθρώπου περιορίζονται ούτε η ζωή του γίνεται λιγότερο προβληματική.

Αντιλαμβανόμενοι τη δυσκολία της διαμόρφωσης μιας κοινής θέσης πάνω στο δύσκολο και αμφιλεγόμενο αυτό θέμα, προτιμήσανε να εστιάσουνε την προσοχή τους στην καταγραφή των βασικών διαφορών που παρουσιάζουν οι δύο αυτές περίοδοι της ιστορικής εξέλιξης της Καλαμωτής. Επειδή οι προτάσεις που διατυπώθηκαν, συνιστούσαν μέρος σχετικών απόψεων που υπάρχουν στο βιβλίο ΚΑΛΑΜΩΤΗ: ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΜΑΣΤΙΧΟΧΩΡΙ ΤΗΣ ΧΙΟΥ, που εξέδωσε ο Σύλλογος Καλαμωτούσων Αττικής το 1989, θεωρήσανε σκόπιμο να ολοκληρώσουνε το προνομιακό αυτό ταξίδι τους στο απώτερο παρελθόν του χωριού τους, παραθέτοντας τις απόψεις αυτές, οι οποίες και εξέφραζαν όλους απόλυτα. Άλλωστε, για μερικούς από αυτούςς, όψεις και συμβάντα της Καλαμωτής του χθες αποτελούσαν ευχάριστες και νοσταλγικές εμπειρίες των παιδικών τους χρόνων.

1.Οι συνθήκες εργασίας και απασχόλησης του παλιού Καλαμωτούση – απάνθρωπες για τα σημερινά δεδομένα – χαρακτηρίζονταν από τη χειρωνακτική, επίπονη και χρονοβόρα εκτέλεση όλων των γεωργικών και οικιακών ασχολιών του νοικοκυριού του.

Ο σύγχρονος Καλαμωτούσης, με τα τεχνικά μέσα που διαθέτει και την κάλυψη του μεγαλύτερου μέρους των αναγκών του με αγαθά που δεν παράγει ο ίδιος, έχει σημαντικά μειώσει το χρόνο και διευκολύνει τις συνθήκες απασχόλησης στο χωράφι και στο σπίτι.

2.Ο τρόπος ζωής, οι ανέσεις, τα καταναλωτικά αγαθά και το βιοτικό επίπεδο του παλιού Καλαμωτούση ήταν πράγματι πρωτόγονα, συγκρινόμενα μ' αυτά που διαθέτει ο σύγχρονος κάτοικος του χωριού, καθώς και με τις απεριόριστες δυνατότητες που διαφαίνονται για το απώτερο μέλλον.

Σήμερα οι κύριοι παράγοντες της εξέλιξης και της προόδου, η Επιστήμη και η Τεχνολογία, υπηρετούν ποικιλότροπα τις πραγματικές ή και πλασματικές ανάγκες του ανθρώπου, ενώ συνεχώς δημιουργούν καινούργιες. Παλιά ο Καλαμωτούσης καλλιεργούσε τη γη και υπηρετούσε τη φύση, καλύπτοντας ταυτόχρονα τις βασικές ανάγκες της βιολογικής του ύπαρξης χάρη στον αδιάκοπο και σκληρό αγώνα εναντίον των στοιχείων της φύσης, στις θεομηνίες και στις αρρώστιες.

3.Στην κλειστή και αυτοσυντηρούμενη κοινωνία της παλιάς Καλαμωτής τα ερεθίσματα και οι δυνατότητες ενημέρωσης, προβληματισμού και μόρφωσης για οτιδήποτε συνέβαινε στον κόσμο ήταν ασήμαντες, αν όχι ανύπαρκτες.

Σήμερα ο Καλαμωτούσης διαθέτει αρκετό ελεύθερο χρόνο και απεριόριστα μέσα για να ενημερωθεί, να προβληματιστεί και να μορφωθεί πολύπλευρα, χαράσσοντας παράλληλα μια κριτική και ισορροπημένη στάση απέναντι στη ζωή και τις αιώνιες αξίες της. Αν αυτό δεν συμβαίνει στην πράξη, οι λόγοι σίγουρα πρέπει να αναζητηθούν αλλού και είναι κάτι που αναντίρρητα θα πρέπει να χρεωθεί στον ευδαιμονισμό του σύγχρονου τρόπου ζωής.

4.Ο Καλαμωτούσης της εποχής εκείνης, όντας ταυτόχρονα παραγωγός και καταναλωτής των βασικών ειδών διατροφής και ένδυσης του νοικοκυριού του, ασκούσε άμεσο έλεγχο σ' όλες τις φάσεις και διαδικασίες της παραγωγής, με δυνατότητα παρέμβασης οποτεδήποτε αυτός έκρινε σκόπιμο, εξασφαλίζοντας παράλληλα την καλή ποιότητα των καταναλωτικών του αγαθών. Και έτσι, παρά το φτωχό και απέριττο διαιτολόγιο, τις ελλείψεις, τις αδυναμίες και τον στοιχειώδη οικιακό του εξοπλισμό, ο παλιός Καλαμωτούσης γνώριζε την προέλευση και απολάμβανε την ποιότητα ή τη γεύση αυτών που κατανάλωνε νιώθοντας ταυτόχρονα την αναντικατάστατη χαρά της δημιουργίας αυτών που είχε ανάγκη.

Το σύγχρονο Καλαμωτούσικο σπίτι μοιάζει περισσότερο μ' ένα σταθμό κατανάλωσης πληθώρας αγαθών και υπηρεσιών, η προέλευση και ποιότητα των οποίων είναι άγνωστη ή ανεξέλεγκτη και η χρησιμότητα αρκετών απ' αυτά αμφίβολη.

Η ακαλαίσθητη, τσιμεντοκρατούμενη και ηλεκτροδοτούμενη σύγχρονη κατοικία, που όμοιά της μπορεί κανείς να συναντήσει σ' οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδας, δεν έχει καμιά σχέση με το λιτό αλλά μεγαλόπρεπο μεσαιωνικό σπίτι της Καλαμωτής του 17ου αιώνα, που ήταν πραγματικά ένας τόπος σύνθεσης και παραγωγής, ένα εργαστήρι όπου η αυτενέργεια, η πρωτοβουλία και η δημιουργία αποτελούσαν τα βασικά χαρακτηριστικά του γνωρίσματα. Το σύγχρονο σπίτι της Καλαμωτής είναι αναντίρρητα πιο άνετο, πιο πολυτελές, καλύτερα εξοπλισμένο και πιο πολύπλοκο από το παλιό, έχει όμως σίγουρα χάσει την ανεξαρτησία, την αυτάρκεια και την καλαίσθητη αρχιτεκτονική φυσιογνωμία που είχε κάποτε. Στην εποχή του ατόμου, του διαστήματος και της πληροφορικής, ένας υποθετικός αποκλεισμός του χωριού από τον έξω κόσμο θα δημιουργούσε τεράστια προβλήματα διατροφής, θέρμανσης, φωτισμού, υπηρεσιών και ψυχαγωγίας, που θα γινόταν αισθητά, σε διάστημα μικρότερο και της μιας εβδομάδας. Αν το ίδιο πράγμα συνέβαινε στην Καλαμωτή του χθες ίσως και να μη γινόταν καν αντιληπτό. Αυτή η πολλαπλή εξάρτηση, ο συγκεντρωτισμός και η αναγωγή σε κάποια κεντρική μονάδα, που παρέχει αγαθά και υπηρεσίες, έχει κάνει όλα τα νοικοκυριά να μοιάζουν με τα τερματικά κάποιου τεράστιου ηλεκτρονικού υπολογιστή, στον οποίο κάποιος δίνει τις κατευθύνσεις και τις εντολές για να μεταφερθούν, να εκτελεσθούν και αναπαραχθούν από τους αποδέκτες παράλληλα και πανομοιότυπα, όπως αυτός επιτάσσει. Και οι περισσότεροι άνθρωποι άβουλα, αδιαμαρτύρητα και παθητικά συμμορφώνονται και μιμούνται τα προκατασκευασμένα πρότυπα ένδυσης, διατροφής και ψυχαγωγίας, σαν χειριστές των άχαρων πλήκτρων αυτής της τεράστιας μηχανής, που, ενώ ξέρουμε πώς στήθηκε, αγνοούμε πού μας πάει.

5.Στην αταξική και ομοιόμορφη κοινωνία της παλιάς Καλαμωτής, όπου τα ερεθίσματα και οι δυνατότητες διαφοροποίησης και υπεροχής ήταν κάτι το ανύπαρκτο, ενώ την ανάγκη για εκτόνωση, ψυχαγωγία και διασκέδαση έκαναν άμεση και επιτακτική οι σκληρές συνθήκες εργασίας στο χωράφι και στο σπίτι, οι ανθρώπινες σχέσεις και οι κοινωνικές αρετές είχαν φθάσει σε τέτοιο επίπεδο ανάπτυξης και ωρίμανσης, ώστε η σύγχρονη τεχνοκρατούμενη και αλλοτριωμένη ανθρώπινη κοινωνία έχει πολλά να ζηλέψει.

Ο αυθορμητισμός, η συλλογικότητα, η πάνδημη συμμετοχή που χαρακτήριζαν κάθε κοινωνική εκδήλωση, η απλότητα και η βαθιά πίστη στο Θεό, η ευρηματικότητα και ποικιλία των εθίμων, η αγάπη και το ενδιαφέρον για τον χωριανό και το χωριό γενικότερα, η γνησιότητα, η ποιότητα και η ειλικρίνεια αυτών των συναισθημάτων, η χαρά και ικανοποίηση που ο καθένας αποκόμιζε απ' αυτή τη ηθελημένη και ενεργή συμμετοχή του στην πλούσια κοινωνική και πολιτιστική ζωή του χωριού, αποτελούν στοιχεία που απουσιάζουν αισθητά όχι μόνο από την Καλαμωτή αλλά από το σύνολο σύγχρονου κόσμου. Δεν μπορεί συνεπώς παρά να πάρει σοβαρά υπόψη η όποια αξιολόγηση ή σύγκριση μεταξύ του χθες και του σήμερα του χωριού μας.

Συμπερασματικά, η σύγκριση και ο προβληματισμός που προηγήθηκαν σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν προτροπή για να γυρίσουμε πίσω - ακόμα και αν μπορούσαμε - αλλά ούτε και απαξίωση των τόσων πλεονεκτημάτων, τα οποία χαρακτηρίζουν τον σύγχρονο τρόπο ζωής.

Κάθε εποχή, κάθε μεγάλη περίοδος της ανθρώπινης ιστορίας και εξέλιξης έχει τα δικά της κοινωνιολογικά γνωρίσματα, απότοκα και σύμφυτα με τις δομές, τα πρότυπα, το είδος και τους τρόπους απασχόλησης των κατοίκων της και είναι αδύνατο να μεταφερθούν και να ισχύσουν σε εντελώς εντελώς διαφορετικές εποχές και συνθήκες.

Εκείνο που μπορεί και πρέπει να αναζητηθεί είναι ο τρόπος, η μεθόδευση με την οποία η μεγάλη πολιτιστική μας κληρονομιά και ο ανθρωποκεντρικός πολιτισμός των προγόνων μας θα μπορούσαν πρώτα να διατηρηθούν και στη συνέχεια να επιδράσουν ευεργετικά στις αρνητικές όψεις και συνέπειες του τεχνοκρατικού μας πολιτισμού, και συγκεκριμένα στη δημιουργία πλασματικών αναγκών, στη μοναξιά και στην αλλοτρίωση που χαρακτηρίζουν το σύγχρονο άνθρωπο.

Απ’ αυτό το μπόλιασμα του σύγχρονου τρόπου ζωής με την απλότητα, την ανθρωπιά και την ευασθησία που χρωμάτιζαν και κατεύθυναν την ανθρώπινη ζωή στον ίδιο τόπο - όχι πολλά χρόνια πριν - θα μπορούσε, σε συνδυασμό και με την αντιμετώπιση του οξύτατου δημογραφικού ζητήματος του χωριού, να προκύψει η επίλυση πολλών υπαρξιακών και κοινωνικών προβλημάτων της σύγχρονης Καλαμωτής.

ΥΠΟΜΝΗΜΑ

1.Το σενάριο του ¨ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΛΑΜΩΤΗ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ¨ στηρίχθηκε αποκλειστικά σε νοταριακά έγγραφα Κωδίκων της Καλαμωτής και μαρτυρίες περιηγητών της συγκεκριμένης περιόδου. Πλην ελαχίστων παρεμβάσεων μυθοπλασίας - απαραίτητων για να ¨δέσει¨ το κείμενο και υποστηριχθεί ο αφηγηματικός του χαρακτήρας - ονόματα, γεγονότα, περιστατικά, διοικητικές δομές, αξιωματούχοι και απλοί κάτοικοι του χωριού ανταποκρίνονται πλήρως στην πραγματικότητα που διαμορφώνουν οι νοταριακές πράξεις και εγγραφές που συμβουλευτήκαμε καθώς και το μνημειώδες έργο των Φ. Αργέντη και Σ. Κυριακίδη ¨Η Χίος παρά τοις Γεωγράφοις και Περιηγηταίς¨ .

2.Είναι προφανές ότι το αφήγημα αυτό δεν καλύπτει όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων και εκδηλώσεων της Καλαμωτής του 17ου αιώνα. Υπάρχουν περιοχές της αγροτικής και κοινοτικής ζωής του χωριού που δεν αναδεικνύονται στο οδοιπορικό αυτό ( σημαντικά γεγονότα της ζωής, έθιμα, κοινωνικές εκδηλώσεις, αγροτικές εργασίες, οικιακές ασχολίες κ. ά.) επειδή, απλούστατα, δεν διαθέταμε γραπτές μαρτυρίες που να υποστηρίζουν αυτές τις δραστηριότητες.

3.Οι φωτογραφίες που παρατίθενται προφανώς δεν αναφέρονται στη συγκεκριμένη περίοδο. Δεν θα ήταν όμως υπερβολή εάν υποστηρίζαμε ότι, και ο εν δυνάμει φωτογράφος ή ζωγράφος της εποχής εκείνης, ανάλογες σκηνές θα αποτύπωνε, εάν είχε τη δυνατότητα να το πράξει. Θεωρούμε ότι οι μεταγένεστερες αυτές φωτογραφίες συνεργάζονται αρμονικά με το κείμενο για να προσδώσουν εκείνη την αμεσότητα, ενάργεια και πειστικότητα στον αφηγηματικό λόγο που μόνο μια εικόνα μπορεί να προσφέρει.

Αθήνα 20 Μαρτίου 2020

Γιώργος Ιω. Δαμαλάς

Γιώργος Μ. Ζησιμόπουλος



ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Οι Καλαμωτούσοι που επιθυμούν την προβολή των δραστηριοτήτων τους
μέσα απο τις ιστοσελίδες μας, μπορούν να αποστείλουν σχετικό υλικό στην ηλεκτρονική διεύθυνση:

info@kalamoti.net.gr