ΑΠΟ ΚΤΙΣΕΩΣ ΕΩΣ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΖΥΓΟ

Η Καλαμωτή βρίσκεται κτισμένη, 4 χιλιόμετρα από την παραλία της Κώμης, μέσα σε μια εύφορη κοιλάδα, πλάι στον ποταμό Κατράρη και σε υψόμετρο μόλις 45μέτρων είναι ένα μεσαιωνικό χωριό με πλούσια παράδοση και ιστορία, με ενεργό πολιτιστική και πνευματική δράση και με καθοριστικό ρόλο στην οικονομική και μορφωτική εξέλιξη των Μαστιχοχωριών, των οποίων παλαιότερα αποτελούσε διοικητικό κέντρο. Για την προέλευση της ονομασίας του χωριού έχουν δοθεί μέχρι σήμερα δυο ερμηνείες. Η μια θέλει την Καλαμωτή να οφείλει το όνομα της, σ' ένα είδος κοσμήματος, που αποτελούσε συμπλήρωμα της χιώτικης γυναικείας ενδυμασίας. Η άλλη, η επικρατέστερη, μας πληροφορεί ότι το χωριό οφείλει το όνομα του στις «καλαμωτές» (λέξη βυζαντινή, από το ρήμα καλαμόω-ώ), δηλαδή στα καλαμένια πλέγματα που χρησιμοποιούνταν στην καλλιέργεια των μεταξοσκωλήκων. Μαρτυρίες υπερηλίκων, αλλά και σημερινές ενδείξεις, πείθουν ότι ο κάμπος της Καλαμωτής είχε άφθονες αυτοφυείς καλαμιές καθώς και πολλές συκομουριές, όπου ανέκαθεν, αλλά κυρίως τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, άκμαζε συστηματικά η σηροτροφία.

Ασφαλή στοιχεία και τεκμηριωμένες μαρτυρίες για το πότε ακριβώς κτίσθηκε και κατοικήθηκε η σημερινή Καλαμωτή δεν υπάρχουν. Η καταστροφή του 1822, οπότε πολλοί Καλαμωτούσοι αναγκάσθηκαν να διαφύγουν και να εγκατασταθούν στην Ικαρία και στις Κυκλάδες, και η μικρασιατική καταστροφή του 1922 έγιναν οι αιτίες να χαθούν πολύτιμα έγγραφα, που θα μπορούσαν να ρίξουν άπλετο φως στην ιστορία και εξέλιξη της Καλαμωτής.

Θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι, πολύ πριν από τους Γενουατικούς χρόνους, η σημερινή Καλαμωτή αποτελούσε ένα – ίσως το μεγαλύτερο – από τα μικρά διάσπαρτα χωριά που ήταν κτισμένα μέσα στην εύφορη αυτή κοιλάδα της νοτιανατολικής Χίου. Ευρήματα οικισμών στο Πέρα Χωριό, στην Χωρή, στον Κάτω Πύργο, και κάποιων αρχαίων στηλών στην Κώμη, αποτελούν σημαντικά στοιχεία που ενισχύουν αυτή την άποψη.

Οι ληστρικές επιδρομές των πειρατών, που κάλυψαν όλο σχεδόν το διάστημα από τον 7ο μέχρι τον 14ο αιώνα, οπότε η Χίος εγνώρισε μια ασυνήθιστη σε έκταση και συχνότητα πειρατική δράση από τους Τούρκους, σε συνδυασμό με την εύκολη πρόσβαση που πρόσφερε η ανοικτή παραλία της Κώμης, ανάγκασε τους κατοίκους όλων των άλλων χωριών που περιέβαλλαν την Καλαμωτή να εγκαταλείψουν τους οικισμούς τους και να εγκατασταθούν στο καλά οχυρωμένο και αθέατο από την θάλασσα αυτό χωριό. Πιστεύεται μάλιστα ότι τα μεσαιωνικά χωριά Πέρα Χωριό, Κάτω Πύργος, Ρουδιακά και Σιληνάρι – που σήμερα δεν υπάρχουν και αποτελούν απλά τοποθεσίες της γύρω αγροτικής περιοχής – συνενώθηκαν με την Καλαμωτή και αποτέλεσαν ένα ισχυρό, πολυπληθές και πλούσιο χωριό.

Εκτιμάται επίσης ότι κατά τους γενουατικούς χρόνους (1346-1566) η Καλαμωτή είχε τη δομή, την όψη και τη συγκρότηση που διασώζεται μέχρι σήμερα. Το μεγάλο οικοδομικό τετράγωνο στο κέντρο του χωριού, γνωστό με τ' όνομα «ο Πύργος του Μισέ Βαρβακά» - που σίγουρα δηλώνει γενουατική προέλευση -, καθώς και η παραδοσιακή αρχιτεκτονική των παλιών οικιών και η ρυμοτομία του χωριού, που δείχνει έντονη βυζαντινή – μεσαιωνική προέλευση, τεκμηριώνουν πειστικά αυτή την άποψη.

Η αποτελεσματική άμυνα του χωριού στις ληστρικές επιδρομές των κουρσάρων εξασφαλιζόταν με το φρουριακό χαρακτήρα της εξωτερικής του δομής, την εσωτερική οργάνωση και το σχεδιασμό των δρόμων. Ενα συνεχές τείχος, το οποίο σχηματιζόταν από τους – χωρίς παράθυρα – εξωτερικούςτοίχους των περιμετρικών σπιτιών, περιέβαλλε το χωριό και έδινε σ' αυτό το γενικό του σχήμα. Στις τέσσερεις γωνιές υπήρχαν ισάριθμοι μικροί κυκλικοί πύργοι – φρούρια, που όμως δεν σώζονται πια σήμερα, όπως δεν σώζεται και το τείχος, εκτός από ένα μικρό τμήμα του στη νότια πλευρά του χωριού.

Στο χωριό δέσποζαν δυο μεγάλοι πύργοι, από τους οποίους «εωράτο το της μαστίχης μέγα πεδίον», όπως μνημονεύει ο περιηγητής Βουονδελμόντης (1422). Ο ένας από αυτούς λεγόταν Κουλάς και, σύμφωνα με την μαρτυρία του ενενηντάχρονου Γεωργίου Μ. Δαμαλά, ήταν κτισμένος πολύ κοντά στο μεγάλο σκεπαστό (Κάτω Πλάτσα), είχε βάση διαστάσεων 8μ Χ 8μ και πυραμιδοειδές σχήμα, ενώ εκτεινόταν περί τα 6 μέτρα πάνω από τις βότες γειτονικών σπιτιών.

Σε περίπτωση πειρατικής επιδρομής το πειρατικό πλοίο εντοπιζόταν πρώτα στα ανοικτά της παραλίας της Κώμης από του βιγλάτορες, τους παρατηρητές δηλαδή που ήταν ταγμένοι γι' αυτό το σκοπό σε ειδικές σκοπιές, τις βίγλες, τοποθετημένες σε κατάλληλες, περίοπτες θέσεις, απ΄ όπου η θέα προς την θάλασσα ήταν ανεμπόδιστη. (Η μια ήταν εγκατεστημένη στον Προφήτη Ηλία και η άλλη στο λοφίσκο, στην άλλη πλευρά της Κώμης, που σώζεται μέχρι σήμερα). Αμέσως ο βιγλάτορας που έβλεπε πρώτος το πειρατικό άναβε φωτιά σε τέτοιο σημείο, που να είναι άμεσα ορατή από ένα δεύτερο παρατηρητή που ήταν εγκατεστημένος σε αντίστοιχη θέση κοντά στο χωριό. Η φωτιά που άναβε ο παρατηρητής αυτός ειδοποιούσε τους κατοίκους που ήταν μέσα κι έξω από το χωριό για τον επερχόμενο κίνδυνο, τους προέτρεπε να εγκαταλείψουν κάθε ασχολία και να κλεισθούν σ' αυτό, αμπαρώνοντας τις δυο του πόρτες.

Δύο ήταν οι μόνες είσοδοι στο χωριό: Η Πάνω και η Κάτω Πόρτα, στην ανατολική και στην δυτική πλευρά του αντίστοιχα Από τις πύλες αυτές ξεκινούσαν οι δύο κεντρικοί δρόμοι που διέσχιζαν το χωριό και κατέληγαν στην πλατεία. Συγκλίνοντες προς αυτούς ήταν και άλλοι επτά, μικρότεροι, δρόμοι, χωρίς αντίστοιχες όμως εισόδους στην περίμετρο του χωριού, ενώ όλοι οι υπόλοιποι ήταν περιφερειακοί και οδηγούσαν σ' αυτούς. Ετσι, δεν υπήρχε πουθενά αδιέξοδο ή δρόμοι με στροφές, που θα μπέρδευαν τους κατοίκους ή τους επισκέπτες, όπως συνέβαινε στα Μεστά και στο Πυργί.

Οι πόρτες του χωριού, εκτός από περιπτώσεις κινδύνου, έκλειναν κάθε βράδυ όταν έδυε ο ήλιος και άνοιγαν το πρωί με την ανατολή, από άνθρωπο που ήταν ειδικά επιφορτισμένος μ' αυτό το καθήκον. Αν κάποιος επέστρεφε αργά στο χωριό, αφότου είχαν κλείσει οι πόρτες, ήταν υποχρεωμένος να διανυκτερεύσει στο ύπαιθρο.

Παλιές ονομασίες περιοχών του χωριού που σώζονται μέχρι σήμερα είναι οι εξής: ο Πύργος, ο Βαρβακάς, ο Λίλικας, ο Χαρκωματάς, του Βασιλέ η γειτονιά, του Μπέη το Καντούνι, το Λιβάδι – Πλάτσα μεταγενέστερα – (Πάνω και Κάτω), τ΄Αληθινού, του Νομικού, τα Κρηνιάρικα, η Φαρδειά γειτονιά, η Πάνω Πόρτα, η Κάτω Πόρτα, στου Ποτήριου, του Νεμηνιού, του Ξέναρου.

Το 1566 μ.Χ. η Χίος καταλήφθηκε από τους Τούρκους, μεταπίπτοντας έτσι από γενουατική κτήση σε τμήμα της απέραντης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η προνομιακή μεταχείριση των Μαστιχοχωριών από την Υψηλή Πύλη επέτρεψε ένα είδος αυτονομίας στην τοπική αυτοδιοίκησή τους.

Η Καλαμωτή, όπως όλα τα Μαστιχοχώρια, ήταν κάτω από την διοίκηση Τούρκου Επάρχου, του Αγά. Παράλληλα όμως, κάθε χωριό είχε τους προεστούς του, τους Γέροντες ή Επίτροπους, που ο αριθμός τους εποίκιλλε ανάλογα με τον αριθμό των κατοίκων. Για την Καλαμωτή ο αριθμός των Γερόντων άλλοτε ήταν 4 και άλλοτε 3 ή και 2. η εκλογή τους γινόταν από την Συνέλευση των ανδρών του χωριού και η θητεία τους ήταν ετήσια. Το Γεροντοσυμβούλιο – όπως λεγόταν – του χωριού είχε σημαντικά δικαιώματα στη ζωή της Κοινότητας και οι αποφάσεις του ήταν σεβαστές απ' όλους. Αυτές συντάσσονταν από τον νοτάριο ή γραμματικό, σφραγίζονταν με τη σφραγίδα του Συμβουλίου και με κήρυκα έρχονταν σε γνώση όλων των κατοίκων.

Στα τέλη του 19ου αιώνα, πιθανόν μετά την εφαρμογή του νόμου για τα βιλαέτια (1868), η Καλαμωτή αποτέλεσε το διοικητικό κέντρο των Μαστιχοχωριών, όπου είχε την έδρα του ο Τούρκος Διοικητής (Μουντούρης). Μουντούρηδες υπήρχαν επίσης στη Βολισσό και στα Καρδάμυλα.