Χριστουγεννιάτικα και Πρωτοχρονιάτικα έθιμα

Η γέννηση του θεανθρώπου και η Πρωτοχρονιά γιορτάζονταν με λαμπρότητα και θρησκευτική έξαρση στην Καλαμωτή και έδιναν μια ξεχωριστή όψη στο χωριό και ιδιαίτερη θαλπωρή στις ανθρώπινες σχέσεις.

Από τις παραμονές το χωριό, και κυρίως οι νοικοκυρές και τα παιδιά, βρίσκονταν στο πόδι. Όλοι ζούσαν στο ρυθμό, στο χρώμα και στην κίνηση των «παραμονών». Οι πολλοί, τότε, φούρνοι στις γειτονιές κάπνιζαν ασταμάτητα, ερεθίζοντας τις μύτες των περαστικών με τ' άρωμα των φουρνιστών φοινικιών, κουραμπιέδων, μελομακάρονων και πρωταλιών. Στους δρόμους οι γυναίκες, ξαναμμένες από το φούρνισμα και την έγνοια για την επιτυχία των γλυκών, πηγαινοέρχονταν φορτωμένες ταψιά. Οι πιτσιρίκοι έτρεχαν από κοντά τους, πότε βοηθώντας και πότε δοκιμάζοντας την επιτυχία της συνταγής της μαμάς τους. Οι δρόμοι άστραφταν από πάστρα και τα πεζοδρόμια μοσχοβολούσαν ασβέστη.
Τα μεγαλύτερα θύματα των ημερών ήταν οι πετεινοί -για το περίφημο πετεινόζουμο- και τα γουρούνια. Τότε, που οι πιο πολλές οικογένειες είχαν και το δικό τους γουρούνι, γινόταν ό,τι και σήμερα με το αρνάκι του Πάσχα. Από κάθε γειτονιά ακουγόταν το απελπισμένο στρίγγλισμα της απαραίτητης γαστρονομικής θυσίας. Αρκετά συχνά οι πιτσιρίκοι βουτούσαν τα πέλματα των ποδιών τους στο ζεστό ακόμα αίμα του φρεσκοσφαγμένου γουρουνιού σαν φάρμακο για τις χιονίστρες.

Την παραμονή ήταν όλα έτοιμα. Έβγαιναν από τα ντουλάπια τα λινά τραπεζομάντηλα και τα καλά σερβίτσια. Τα σπίτια στολίζονταν, πρωτόγνωρα και ένα καλοστρωμένο τραπέζι γινόταν ένας αξέχαστος σε ποικιλία μπουφές. Ένας μπουφές φορτωμένος γλυκίσματα, αβγοκαλάμαρα, τηγανίτες, μεζέδες και. φυσικά ρακί και κρασί. Οι πόρτες των σπιτιών ήταν ανοικτές για κάθε περαστικό, για όλους τους συγγενείς και για τα παιδιά που έψαλλαν τα κάλαντα. Μια τοπική παραλλαγή των χριστουγεννιάτικων καλάντων ήταν αυτή που ακολουθεί:

«Χριστούγεννα - πρωτόγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου εβγάτε δείτε μάθετε πως ο Χριστός γεννάται. Γεννάται για να τρέφεται με μέλι και με γάλα Το γάλα πίνουν οι άρχοντες το μέλι οι αφεντάδες και το γλυκύτατο κρασί το πίνουν οι πασάδες. Και σαν καληνυχτίζαμε πέσετε κοιμηθείτε ολίγον ύπνο πάρετε και έπειτα σηκωθείτε. Στην εκκλησία τρέξετε μ' όλη τη προθυμία και του Χριστού να πάρετε τη θεία ευλογία. Και του χρόνου με υγεία. »

Τα περισσότερα όμως παρέλειπαν μέρος των καλάντων και βιάζονταν να επισκεφθούν άλλο σπίτι για να μαζέψουν όσο γινόταν περισσότερα λεφτά. Τη μέρα των Χριστουγέννων όλοι, ντυμένοι στα γιορτινά τους, βρίσκονταν στις εκκλησιές προσευχόμενοι μ' ευλάβεια, και όσοι δεν είχαν κοινωνήσει τις παραμονές, κοινωνούσαν μετά την απόλυση. Απαραίτητη προϋπόθεση για να κοινωνήσει κάποιος ήταν να ζητήσει να συγχωρεθεί και να συγχωρέσει άλλους για κάτι που έκανε ή του έκαναν. Αν ποτέ κανένας ξεχνούσε ή απέφευγε να συγχωρέσει, ήταν στιγματισμένος μέσα στην οικογένεια, γιατί καταπάτησε τον άγραφο νόμο της θείας Μετάληψης. Οι πιο μικροί φιλούσαν τα χέρια των μεγάλων και έπαιρναν την ευχή τους.
Την ημέρα επίσης των Χριστουγέννων μια ομάδα μαθητών του Δημοτικού Σχολείου με το καραβάκι παλιά και με τη Φάτνη μεταγενέστερα περιφέρονταν μέσα στο χωριό ψάλλοντας τα κάλαντα. Τα χρήματα που συγκεντρώνονταν πήγαιναν σε αγαθοεργίες και άλλους κοινωφελείς σκοπούς. Από το 1955 και μετά, στα κάλαντα έπαιρνε μέρος και η Φιλαρμονική του Γυμνασίου.

Ανάλογες προετοιμασίες γίνονταν και τις τελευταίες μέρες του χρόνου. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά γύριζαν πάλι τα σπίτια και έψαλλαν τα κάλαντα του Νέου Χρόνου. Ένα από τα τοπικά άσματα ήταν και το εξής:

»Εις αυτό το νέο έτος, Βασιλείου εορτή, ήλθα να σας χαιρετίσω με την πρέπουσα ευχή. Σήμερα π' αρχίζει ο χρόνος κι είν' η μέρα διαλεχτή κι ο Βασίλειος ο Μέγας πάντοτε συνδρομητής. Όλους να σας προστατεύει όλους να σας βοηθεί κι έτη πάμπολλα να ζείτε · υγιή και ευτυχή. Κι ο Βασίλειος ο Μέγας Καισαρείας θαυμαστός την ευχή να δίνει πάντα σ' όλους σας φαμελικώς. Κι άλλα έτερα σας πρέπουν αστρουλάκια της αυγής και γαρύφαλλα της γλάστρας και λουλούδια της ηγής. Κι άλλα έτερα σας πρέπουν μα δεν ξέρω να τα πω. Σας αφήνω καληνύκτα και του χρόνου με καλό.«

Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς λίγοι ήταν εκείνοι που κοιμόντουσαν. Τα καφενεία παρέμεναν ανοικτά και οι περισσότεροι πάροικοι του χωριού δοκίμαζαν την τύχη τους στην τράπουλα. Οι αχερώνες γίνονταν τα στέκια των νέων που εκείνο το δράδυ χαρτόπαιζαν ελεύθερα, χωρίς τον έλεγχο και τις παρατηρήσεις των γονιών τους. Μια λάμπα πετρελαίου, ένα μπουκάλι ρακί, κάποιες δρούπες ή αμύγδαλα, μια τράπουλα, και η παρέα ήταν έτοιμη να υποδεχτεί τον καινούργιο χρόνο.
Τη μέρα της Πρωτοχρονιάς, μετά τη θεία Λειτουργία, όλα τα σπίτια άνοιγαν σ' όλους τους χωριανούς ανεξαίρετα, για να περάσουν να κεραστούν, να χαιρετίσουν και να ευχηθούν για τον καινούργιο χρόνο. Οι λεύτεροι, παρέες- παρέες, επισκέπτονταν τα σπίτια των ανύπαντρων κοριτσιών, έψαλλαν τα κάλαντα, κερνιόνταν και αντάλλασσαν ευχές. Τα παιδιά -με μέρος των χρημάτων που είχαν μαζέψει από τα κάλαντα-, αλλά και πολλοί νέοι, έβγαιναν έξω από το χωριό και πάνω στον υγρό, λείο χωματένιο δρόμο έπαιζαν τις αμάδες, παλιά, και το ήττα μεταγενέστερα, στοιχηματίζοντας με τους φίλους τους και δοκιμάζοντας το γούρι του νέου χρόνου.

Όλος ο κόσμος, μικροί και μεγάλοι, ζούσαν έντονα αυτές τις στιγμές, γεύονταν τη χαρά και την ελπίδα από το ίδιο ποτήρι, φέρονταν με αυθορμητισμό και αφέλεια και πλημμύριζαν τις καρδιές τους πλούσια συναισθήματα, που είναι αδύνατο να διωθούν με τους σύγχρονους τρό­πους διασκέδασης και ψυχαγωγίας.