Εξοπλισμός και λειτουργικότητα της παλιάς Καλαμωτούσικης κατοικίας
Το κλειστό τετράπλευρο σχήμα, το συνεχές και αδιάσπαστο αμυντικό τείχος που σχηματιζόταν από τους εξωτερικούς τοίχους των ακραίων κατοικιών, οι λίγοι και στενοί δρόμοι που καλύπτονταν κατά διαστήματα με εγκάρσια τόξα και καμάρες, οι μικρές διαστάσεις των ελεύθερων κοινόχρηστων χώρων, η απουσία δένδρων και η συνεχής λιθόκτιστες προσόψεις κατοικιών αποτελούσαν τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εξωτερικής εμφάνισης της παλαιάς Καλαμωτής, τα περισσότερα των οποίων γίνονται άμεσα αντιληπτά και από το σημερινό επισκέπτη της. Η γενική αρχή που πρυτάνευε ήταν η εξοικονόμηση χώρου. Εκτός από την κεντρική πλατεία του πύργου (αναφέρεται μια τέτοια κατασκευή στο εσωτερικό του χωριού) και τους στενούς δρόμους, όλος ο υπόλοιπος χώρος καλυπτόταν από σπίτια ή εκκλησίες.
Τόσο οι κεντρικοί όσο και οι μικρότεροι δρόμοι που διέσχιζαν το χωριό ήταν λιθόστρωτοι, ενώ στη μέση σχηματιζόταν αυλάκι για τη συγκέντρωση των νερών της βροχής. Τα νερά τελικά συγκεντρωνόταν στα αυλάκια των κεντρικών δρόμων έξω από τα τείχη.
Πάνω από τους δρόμους υπήρχαν δωμάτια σπιτιών που στηρίζονταν σε ημικυλινδρικούς θόλους. Πάνω επίσης από τους δρόμους υπήρχαν τόξα που αντιστήριζαν τους κυλινδρικούς θόλους των δωματίων, δεξιά και αριστερά, σαν γέφυρες, με τη μορφή εναέριων ή μετέωρων αντηρίδων. Τα δωμάτια των σπιτιών ενώνονταν με τις γέφυρες των τόξων αυτών και γινόταν έτσι εύκολο στους κατοίκους να μετακινηθούν από σπίτι σε σπίτι, σε περίπτωση κινδύνου του χωριού, αφού άλλωστε τα δώματα βρίσκονταν όλα στο ίδιο περίπου ύψος. Αυτό, σε συνδυασμό με το πυκνό και συνεχές σύστημα δόμησης, την κάποια ανεξαρτησία κατόψεων ισογείου και ορόφου και τη δημιουργία κατοικήσιμων χώρων πάνω από τους δρόμους, δημιουργούσε στην Καλαμωτή την εντύπωση της μεγακατασκευής, με τέλειο αποκορύφωμα τα Μεστά. Δηλαδή δεν υπήρχαν μεμονωμένα σπίτια αλλά ένα ενιαίο «κέλυφος», στο οποίο εντάσσονταν οι λειτουργίες των κατοικιών χωριστά, και όπου συνέβαιναν τρεις τελείως ανεξάρτητες οριζόντιες κινήσεις: στο επίπεδο των δρόμων, μέσα στα σπίτια και στο επίπεδο των δωμάτων.
Δομή και οργάνωση της κατοικίας
Τα σπίτια της Καλαμωτής είχαν κατά κανόνα έναν όροφο πάνω από το ισόγειο. Οι εξαιρέσεις ήταν πολύ λίγες, με δύο ορόφους σε μερικά σπίτια ή απλά ισόγεια. Συγκρίνοντας τις κατόψεις, διαπιστώνει κανείς ότι συχνά υπήρχαν ουσιώδεις διαφορές σχημάτων μεταξύ ισογείου και ορόφου και πολλές φορές οι επάνω τοίχοι δεν συνεχίζονταν κάτω αλλά πατούσαν σε θόλους. Αυτά είναι προφανώς τα αποτελέσματα τροποποιήσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά καιρούς για να εξυπηρετήσουν ανάγκες και για τις οποίες υπάρχουν ασυσχέτιστες πληροφορίες σε νοταριακά έγγραφα.
Η στενότητα του χώρου είχε άμεσα επηρεάσει τους τύπος των σπιτιών. Δεν υπήρχε αυλή, και η σκάλα ανόδου (πάντοτε πέτρινη, κτιστή) κατασκευαζόταν εσωτερικά. Εξωτερικές σκάλες ήταν οπωσδήποτε σπάνιες. Στο ισόγειο (κατώγι) - ένας σκοτεινός στενός χώρος - αναπτύσσονταν οι στάβλοι, με τα ζώα, τις τροφές τους καθώς και τα γεωργικά εργαλεία, ενώ στον όροφο (ανώγι) διαμορφωνόταν η κυρίως κατοικία. Τη συνύπαρξη ζώων και ανθρώπων επέβαλλαν πανάρχαιες συνθήκες ανασφάλειας και την έκανε εφικτή η ύπαρξη του αιθρίου.
Το αίθριο (άγερτο ή ηλιακό ή πουντί ή ξάτο διαμορφωνόταν μόνο στον όροφο. Αποτελούσε το κέντρο της σύνθεσης, γιατί εξυπηρετούσε όλες τις κινήσεις,οριζόντια και κατακόρυφα, έδινε αερισμό και φωτισμό στα γύρω δωμάτια, στολιζόταν με άνθη σε γλάστρες και επέτρεπε την άμεση προσπέλαση του δώματος (βότας). Στο ξάτο οδηγούσε η πέτρινη σκάλα, συνήθως απευθείας από την κάτω είσοδο, η οποία σε κάτοψη είχε σχήμα Γ ή Π, ή, ακόμη απλούστερα, ακολουθούσε την ευθεία και βρισκόταν πάντοτε σε επαφή με τον τοίχο του κατωγιού. Η σκάλα στηρίζοταν σε κυλινδρικούς θόλους (γέρματα), οι οποίοι ή προεξείχαν μέσα στα δωμάτια, οπότε από πάνω τους κατασκευαζόταν πάντοτε ένας λεπτός τοίχος. Το ξάτο, το ζωτικό αυτό στοιχείο του σπιτιού, δεν είχε πάντοτε την ίδια μορφή. Σε πολλά σπίτια είχε γίνει ένα είδος προθάλαμου, γιατί είχε στεγασθεί με καμάρα (σε βάρος της καθαριότητας) και αεριζόταν από μικρούς φεγγίτες σε υπερύψωση. Αλλοτε έφθανε ως την πρόσοψη του σπιτιού και τότε πάλι μπορούσε να στεγασθεί σε ένα τμήμα του ή και να διαμορφωθεί σε δύο επίπεδα. Στους γύρω τοίχους υπήρχαν θυρίδες (κουφώματα), στα οποία τοποθετούνταν πήλινες στάμνες με νερό ή μικρότερες (μπουρμπούλια) και άλλα σκεύη του νοικοκυριού. Το ξάτο πάντως, στην τυπική του μορφή, εξυπηρετούσε την απαραίτητη στο Μεσαίωνα λειτουργία της αποχώρησης πάνω από τα δώματα, την τρίτη δηλαδή οριζόντια κίνηση, όπως είδαμε.
Τα δωμάτια στον όροφο, γύρω από το ξάτο, πάντοτε σχεδόν θολοσκέπαστα, είχαν τις γνωστές χρήσεις: το μεγαλύτερο, το «καλό σπίτι» (σάλα) ήταν ένα είδος σαλονιού ή χώρου διημέρευσης (καθιστικό), με τα έπιπλα της εποχής, τραπέζι, καρέκλες, κρεβάτι καλοντυμένο για επισκέπτες (μουσαφίρηδες), ράφια με μποτίλιες, κουφωτό ντουλάπι με ποτήρια, φλυτζάνια και πιάτα. Στις τέσσερις γωνιές της σάλας, κατά την ανέγερση, τοποθετούσαν αρκετές φορές άδεια πιθάρια για την αποφυγή υπερφόρτωσης σε άλλα σημεία της κατοικίας. Επίσης, στο ανατολικό τοίχωμα και σε ύψος 2-3 μέτρων ήταν, σε σχέδιο μεγάλης κορνίζας, κατασκευασμένο το εικονοστάσι με το καντήλι, που άναβε με φυσικά φιτιλάκια - μαζεμένα από την εξοχή το καλοκαίρι (καλαθρώπους), ξύλινες ζωγραφισμένες εικόνες, τα στέφανα του ανδρόγυνου σε ειδική θήκη (στεφανοθήκη) και την ψιλή μαστίχα που χρησίμευε για λιβάνι. Οψιμότερα η σάλα φωτιζόταν με μια μεγάλη κρεμαστή λάμπα πετρελαίου.
Τα μικρότερα δωμάτια χρησιμοποιούνταν ως υπνοδωμάτια αλλά και ως προσωρινοί χώροι για επεξεργασία και φύλαξη προϊόντων. Σε κάποιο από τα δωμάτια αυτά υπήρχε ο αργαλειός καθώς και όλα τα άλλα εργαλεία που χρειάζονταν στη διαδικασία της ύφανσης (σβία, ανέμη, κ.α.).
Η αποθήκη τροφίμων (κελάρι) ήταν ένα μικρό δωμάτιο στον όροφο, που περιείχε πιθάρια με λάδι, μεγάλες φιάλες (μπουσέδες) με ρακί, πιθόπουλα με κρασί, σύκα ψημένα στο φούρνο ή πατητά ζαχαρωμένα, αμύγδαλα και όλα τα δημητριακά. Μεγάλα κομμάτια από χοιρινά (πέτσα) και πολλά λουκάνικα ήταν κρεμασμένα σε φυσικά κρεμαστάρια, φτιαγμένα συνήθως από κέδρο.
Μέσα στα δωμάτια σχηματίζοταν μερικές φορές και μικρά σε έκταση μεσοπατώματα (παραπουντιά), που χρησίμευαν για αποθήκες, ή διαμορφώνονταν και ξύλινα πατώματα (πατάρια) στο ύψος της καμάρας, που αποτελούσαν τους κοιτώνες για ζεστασιά το χειμώνα και δροσιά το καλοκαίρι.
Η κουζίνα (μαγειρειό) και ο φούρνος δεν είχαν σταθερή θέση στο σπίτι. Τα μαγειρικά σκεύη ήταν όλα πήλινα, στο μέσο δε του μαγειρειού βρισκόταν λάκκωμα για το άναμμα της φωτιάς,που μεταγενέστερα αντικαταστάθηκε από το τζάκι, ενώ ο χώρος φωτιζόταν από ένα πήλινο αβαθές δοχείο με καναλωτό γείσο, όπου δύο ή τέσσερα φιτίλια έκαιγαν λάδι (λυχνάρι), στηριγμένο πάνω σ’ ένα μικρό κοντάρι φυτεμένο σ’ ένα πέλμα από αγριόξυλο (λυχνοστάτης). Ατεχνα σκαμνάκια και πάγκοι, φτιαγμένοι από αγριόξυλα, ήταν τα συνηθισμένα καθίσματα.
Η άνοδος από το ξάτο στη βότα πραγματοποιόταν με σκάλα εν μέρει κτιστή και εν μέρει ξύλινη φορητή. Αυτό γινόταν και για οικονομία χώρου και για λόγους άμυνας. Οι κάτοικοι μπορούσαν, σε περίπτωση κινδύνου, να ανεβούν στο δώμα και να τραβήξουν επάνω την ξύλινη σκάλα. Τα κτιστά σκαλοπάτια ήταν λίγα και κατασκευάζονταν στο πάχος του τοίχου. Με την πάροδο των χρόνων και τη βαθμιαία μετατροπή του ξάτου σε κανονικό δωμάτιο, η άνοδος στη βότα γινόταν με εσωτερική στενή ξύλινη σκάλα, η οποία κατέληγε σε μια επικλινή ορθογώνια κατασκευή κτισμένη πάνω σ’αυτή, που έκλεινε με μια πρόχειρη ξύλινη πόρτα (φανέστρα).
Στη βότα γινόταν το άπλωμα των προϊόντων (σύκα, σταφύλια, όσπρια), αλλά τα καλοκαιρινά βράδια ο ύπνος ή και οι συναντήσεις γειτόνων. Η σχέση αιθρίου-δώματος δημιουργούσε προβλήματα ιδιωτικότητας, αλλά και μεγάλες δυνατότητες για ανθρώπινες σχέσεις.
Με την έλλειψη του ξύλου, βασικό υλικό δόμησης ήταν η πέτρα και μάλιστα ο γκρίζος ασβεστόλιθος βασική δε κατασκευή για την κάλυψη και στήριξη, ο θόλος. Οι τοιχοποιίες γίνονταν από μικρούς ή μεγάλους χοντρολαξευμένους ασβεστόλιθους με ισχυρά ασβεστοκονιάματα, σε πάχη 50 έως 70 πόντους. Οι θόλοι κατασκευάζονταν πάντοτε από πλακοειδείς πέτρες και φυσικά με ξυλότυπο. Στα σπίτια γινόταν χρήση όλων των ειδών των θόλων, πλην των σφαιρικών. Ο ημικυλινδρικός θόλος ή εκάλυπτε συνήθως όλο το χώρο ή παρετίθετο δύο φορές και παρεμβαλλόταν ένα τόξο, ή παρεμβάλλοταν πεσσός και δύο τόξα. Γινόταν ακόμα χρήση του σταυροθολίου και του μοναστηριακού θόλου. Μπορούσε ακόμη να γίνει χρήση δύο σταυροθολίων, σ’ έναν επιμηκή χώρο, ή σκαφοειδούς θόλου.
Ποτέ οι θόλοι δεν έμεναν ακάλυπτοι, αλλά διαμορφωνόταν δώμα με χώμα και πέτρες μικρές (κεφαλογέμισμα). Τα δώματα επικαλύπτονταν με κονίαμα ισχυρότατο (αστρακιά), πάχους 5 εκατοστών, από ασβέστη και λεπτή άμμο, με υδραυλικές ιδιότητες και μεγάλη αντοχή. Το ίδιο κονίαμα χρησιμοποιόταν και για τα δάπεδα υπαίθριων και μη χώρων στον όροφο, ενώ στο ισόγειο υπήρχαν πλακοστρώσεις. Η χρήση του θόλου σ’ όλα τα κτίρια,με τους συνδυασμούς εξουδετέρωσης των ωθήσεων και την εφαρμογή των αντιστηριζόντων τόξων, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάσωση από τους σεισμούς.
Διαμόρφωση όψεων
Τα σπίτια είχαν συνήθως απλή πρόσοψη. Ανεπίχριστα, εμφάνιζαν την τοιχοποιία τους και τα ανοίγματα (πόρτες, παράθυρα), ενώ σπάνια το αίθριο με το τόξο του και προεξοχές δωματίων πάνω σε πέτρινα τοξίλια ζωογονούσαν κάπως την επιφάνεια και έδιναν γραφικότητα στην εξωτερική τους όψη. Το ξυστό, ένας τρόπος διακόσμησης της εξωτερικής όψης με μεγάλη ποικιλία μοτίβων, αρκετά γνωστός και διαδεδομένος στο Πυργί, χρησιμοποιόταν και στην Καλαμωτή σε πολύ περιορισμένη όμως κλίμακα.
Κάθε όψη χωριζόταν με στενές λευκές ταινίες οριζόντιες, πλάτους 4-5 εκατοστών, σε ταινίες πλατύτερες οριζόντιες, ύψους 25-30εκ. Κάθε τέτοια ταινία στολιζόταν με ένα ορισμένο μοτίβο, που επαναλαμβανόταν καθόλο το μήκος της. Τα σχέδια γίνονταν με τον κανόνα για τον διαβήτη, πλην της τελευταίας καθ’ ύψους ζώνης, που είχε διακόσμηση φυτική. Τα μοτίβα διακρίνονταν με την εναλλαγή άσπρου και μαύρου. Η τεχνική της μεθόδου αυτής ήταν η εξής: Επίχριζαν όλη την επιφάνεια με ασβεστοκονίαμα που περιείχε μαύρη άμμο, κατόπιν άσπριζαν την επιφάνεια με ασβέστη, χάραζαν με τον κανόνα και το διαβήτη τα διακοσμητικά θέματα, και έξυναν με ένα αιχμηρό αντικείμενο τα μέρη που επρόκειτο να είναι μαύρα, ενώ τα άλλα έμεναν λευκά.
Πάνω από τις πόρτες και τα παράθυρα γίνονταν πάλι διακοσμήσεις φυτικές. Στο κάτω μέρος, το ισόγειο, η επιφάνεια έμενε λευκή και μερικές φορές έμπαιναν μερικά διακοσμητικά μοτίβα αυτόνομα. Η καταγωγή της μεθόδου πιθανολογείται βυζαντινή, ενώ συναντιέται και στη Δύση (Ιταλία).
Κουφώματα
Οι πόρτες, όπως και τα παράθυρα, κατά κανόνα είχαν ως φέρουσα κατασκευή τοξοτό υπέρθυρο και πρέκι πλαισίωσης μονολιθικό, συνήθως διακοσμημένο (μάσκες).
Τα τόξα σχηματίζονταν με τούβλα και πώρινα τεμάχια εναλλασόμενα. Μεταγενέστερα οι τεχνίτες άρχισαν να μιμούνται την τεχνοτροπία των αρχοντόσπιτων του Κάμπου και αντικατέστησαν την κατασκευή αυτή με μεγάλα λαξευμένα κομμάτια άσπρης και κόκκινης (θυμιανούσικης) πέτρας, εναλλασόμενα. Το πλάτος του ανοίγματος της πόρτας μεγάλωνε στο εσωτερικό. Οι λαμπάδες είχαν πώρινο πλαίσιο, που προεξείχε και σχημάτιζε τη θέση προσαρμογής της κάσας. Τα κουφώματα ήταν πάντοτε ξύλινα. Ολες οι εξώπορτες έκλειναν με σανιδένιους περάντες (μάνταλα) τους οποίους κινούσε ένα λεπτό σίδερο, με σχέδιο μισοφέγγαρου, με ξύλινη λαβή στη μιαν άκρη (στραβοκλείδι). Τούτο φυλασσόταν σε μικρή βαθιά θυρίδα στον τοίχο, δίπλα στην πόρτα (σκαλόθριπο), και μπορούσε κανείς μ’ αυτό να ανοίξει όλες σχεδόν τις εξώπορτες των σπιτιών. Αυτό είναι δείγμα της τιμιότητας και εμπιστοσύνης που χαρακτήριζαν τις τότες ανθρώπινες σχέσεις. Οι εξωτερικές πόρτες ήταν συνήθως δίφυλλες με άνισα φύλλα. Το πλαίσιο εξώπορτας στο Βαρβακά είναι φτιαγμένο από πωρόλιθο με ανάγλυφες διακοσμήσεις και θεωρείται έργο μεταγενέστερο. Πάνω από την πόρτα υπάρχει ανάγλυφο χεριού που ευλογεί. Τα παράθυρα είχαν κι αυτά τοξοτά υπέρθυρα και πρέκια πλαισίωσης οριζόντια με πώρινα πλαίσια.Το κενό που σχηματιζόταν ανάμεσα στο τόξο και το πρέκι σκεπαζόταν είτε με μια πώρινη πλάκα ή με φεγγίτη από γύψο και γυαλί. Ο φεγγίτης ήταν ένας γύψινος σκελετός που συγκρατούσε κομμάτια γυαλιού έγχρωμου ή άχρωμου, τα οποία συνέθεταν διάφορα διακοσμητικά θέματα.
Το άνοιγμα του παράθυρου μεγάλωνε προς τα μέσα η δε ποδιά ήταν πάντοτε τοίχος λεπτότερος. Στο πλάτος που περίσσευε υπήρχαν τις περισσότερες φορές κτιστά καθίσματα, ένα ή δύο, από όπου καθισμένοι οι Καλαμωτούσοι έβλεπαν την κίνηση του δρόμου (πεζούλια). Εξωτερικά, δεξιάκαι αριστερά στο παράθυρο, υπήρχαν δύο επιμήκεις μικρές λίθινες προεκτάσεις. Πάνω τους πατούσε ένα σανίδι, στο οποίο μπορούσαν να τοποθετηθούν γλάστρες. Τα τόξα των παραθύρων κατασκευάζοταν από τούβλα, ή τούβλα και πωρόλιθους, ή μόνο από πωρόλιθους. Τα παράθυρα ήσαν μονόφυλλα ή δίφυλλα, ξύλινα, περαστά ή καρφωτά και μερικές φορές ξυλόγλυπτα.
Πολύ λίγα επίσης σπίτια είχαν κρήνες στο ξάτο ή σε κεντρικό δωμάτιο, με ανάγλυφες πέτρινες διακοσμήσεις γύρω από τη βρύση. Η λειτουργία τουςστηριζόταν στην αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων, με κάποιο μεγάλο δοχείο να τροφοδοτεί με νερό την κρήνη. Οι πλαισιωτές ξύλινες προσχωρήσεις σε πρόβολο (σαχνιστά ή κιόσκι), που βλέπει κανείς σε διάφορα σημεία του χωριού, έγιναν κατά το 19ο αιώνα από τεχνίτες που ήλθαν από τη Χώρα.
Αξιοσημείωτο ήταν, τέλος, το σύστημα αποχέτευσης της παλιάς Καλαμωτής, με τα κενά, πάχους 80 περίπου εκατοστών, που αφήνονταν μεταξύ παρακειμένων σπιτιών, σχηματίζοντας έτσι επιμηκείς σχεδόν ευθείες χαράδρες, που διέσχιζαν το χωριό και έφερναν τα λύματα έξω από τα τείχη του (στενάδες).