Η έντονη θρησκευτικότητα, η βαθιά πίστη και η θεοκρατούμενη ατομική και κοινωνική ζωή του παλιού Καλαμωτούση είναι οι κύριες αιτίες της πληθώρας των εκκλησιών που κοσμούν το χωριό και γενικά όλη την αγροτική περιοχή του. Σήμερα στην περιοχή της Καλαμωτής υπάρχουν συνολικά 43 εκκλησίες, από τις οποίες οι 11 είναι μέσα στο χωριό και οι υπόλοιπες 32 στη γύρω περιοχή. Υπάρχουν επίσης 15 προσκυνητάρια και 8 ερειπωμένες και εγκαταλειμμένες εκκλησίες.
Το πλήθος αυτό των ιερών ναών ανέκαθεν χωριζόταν σε δυο μεγάλες κατηγορίες: στους ενοριακούς (κοινοτικούς), τους οποίους φρόντιζαν οι Επίτροποι, ως αντιπρόσωποι των χωριανών, και στους κτητορικούς ή αδελφάτα, που φρόντιζαν οι κτήτορες αδελφοί στους οποίους ανήκε ο ναός.
Οι Επίτροποι αρχικά εκλέγονταν για ένα χρόνο από τους ενορίτες της Εκκλησίας (υπήρχαν 8 ενορίες στην Καλαμωτή τα παλιά χρόνια) και συνεργάζονταν με τους Γέροντες του χωριού, σύμφωνα με τις οδηγίες και διαταγές της Ιερής Μητρόπολης Χίου, για την ορθή και έγκαιρη διεκπεραίωση όλων των ζητημάτων που αφορούσαν το ναό.
Στα καθήκοντα των Επιτρόπων περιλαμβάνονταν η γενική επιστασία του ναού για την άριστη εσωτερική και εξωτερική του εμφάνιση (καθαρισμός, επισκευή στασιδίων, κηροπηγίων, καντηλιών, εικόνων κ.ά.) και η ακριδής και τίμια διαχείριση της κινητής και ακίνητης περιουσίας του (μίσθωση ή εμβατίκιο των αγρών του ναού, πληρωμή ιερέα, διαχείριση των εισπράξεων από την κανονική χρήση και τη διοργάνωση γιορτών, καθορισμός των υποχρεώσεων σε προσφορές και προσωπική εργασία κάθε ενορίτη κ.ά.). Κάθε αμέλεια των Επιτρόπων στην εκτέλεση των καθηκόντων τους τιμωριόταν με πρόστιμο, ισόποσο με τη ζημιά που συνέβαινε στην Εκκλησία. Με την κατάργηση των ενοριών, οι Επίτροποι παρέμειναν μόνο στη χωριοκλησιά και διορίζονταν από τη Μητρόπολη της Χίου, σε συνεργασία με τον εφημέριο του χωριού. Οι ενοριακοί ναοί μετατράπηκαν σε παρεκκλήσια της Κεντρικής Εκκλησίας, η οποία ανέλαβε τη διαχείριση της περιουσίας και την επιστασία τους.
Το καθεστώς λειτουργίας των ιδιωτικών ναών ήταν αρκετά διαφορετικό. Αρχικά οι «Αδελφοί» του ναού αποφάσιζαν την ανέγερση του, με μόνα κίνητρα την ευλάβεια, την ευσέβεια και τη θερμή τους πίστη στον Άγιο, στου οποίου το όνομα ιδρυόταν ο ναός. Από τη στιγμή αυτή όλοι οι αδελφοί - κτήτορες του ναού φρόντιζαν για τη λειτουργία του, την περιποίηση και τον ευπρεπισμό του, την ισόποση μεταξύ τους δαπάνη για το άναμμα των καντηλιών, τις εορτές, την ανακαίνιση, την επίπλωση και τον εμπλουτισμό με ιερά σκεύη — απαραίτητα για τη λειτουργία — και για την επιβλητική του εμφάνιση. Στο αδελφάτο μπορούσαν να προστεθούν νέα πρόσωπα με πρόταση ενός ή περισσοτέρων αδελφών που διακρίνονταν για την ευσέβεια και την αφοσίωση τους στον Άγιο. Ο νέος αδελφός έκανε σχετική προσφορά προς το αδελφάτο για τις ανάγκες του ναού, αναλάμβανε όλες τις υποχρεώσεις που συνεπαγόταν η νέα του ιδιότητα, και η αποδοχή της εγγραφής του γινόταν «μια δούλη και μια γνώμη» των εν ενεργεία αδελφών, που αποφάσιζαν γι' αυτό σε γενική συνέλευση. Η εγγραφή νέων μελών επιδιωκόταν και ήταν ωφέλιμη, αφού έδειχνε τη μεγάλη ευλάδεια προς τον τιμώμενο Άγιο και την αναγνώριση των προσπαθειών και του κύρους του αδελφάτου.
Το αδελφάτο είχε μεγάλες πρωτοβουλίες στις ενέργειες του, αλλά έθετε τους σκοπούς του υπό την προστασία και την έγκριση της Ιερής Μητρόπολης, η οποία είχε υπό τη δικαιοδοσία της κάθε εκκλησιαστική ή θρησκευτική δραστηριότητα. Ειδικά για την αποδοχή νέου αδελφού,υποβαλλόταν δήλωση στην Ιερή Μητρόπολη για την εγγραφή του σε ειδικό κώδικα, που χρησίμευε για την επισημοποίηση του αριθμού των αδελφών του ναού, έτσι ώστε — σε καιρό αντιθέσεων και διαφορών — να αναγνωρίζονται τα δικαιώματα καθενός. Το αδελφάτο δεχόταν δωρεές σε κινητά και ακίνητα, μίσθωνε ή έδινε ως εμβατίκι αγρούς για καλλιέργεια ή βελτίωση της γεωργικής τους απόδοσης. Αποφάσιζε για τα έργα που έπρεπε να γίνουν, για τις εορτές του ναού, και προσλάμδανε κάποιον ιερέα από το χωριό ή και από άλλη κοινότητα.
Την ετήσια κίνηση του ναού ανέθετε το αδελφάτο σ' έναν ή περισσότερους αδελφούς, οι οποίοι αναλάμβαναν τη φροντίδα για την τέλεση των εορτών, την εποπτεία καθαριότητας και αξιοπρεπούς εμφάνισης του ναού, την παραλαβή προσφορών σε είδη, την παρακολούθηση της εφαρμογής των όρων μίσθωσης ή εμβατικίασης των αγρών, την απαγόρευση κοπής δένδρων απ' αυτούς κ.ά. με την υποχρέωση, στο τέλος της θητείας τους, να δίνουν απολογισμό της δράσης τους και να παρουσιάζουν λογαριασμό της οικονομικής διαχείρισης.
Ο ναός και τα κτήματα του, οπουδήποτε υπήρχαν, αποτελούσαν αναφαίρετη και αναπόσπαστη ιδιοκτησία του αδελφάτου από το οποίο διοικούνταν, με κληρονομικά δικαιώματα των τέκνων κάθε αδελφού, ως διαδόχου μερίδας στο αδελφάτο. Προτιμούνταν οι πρωτότοκοι, στους οποίους κατά προτεραιότητα μεταδιδάζονταν τα δικαιώματα του πατέρα - αδελφού που είχε πεθάνει, χωρίς να αποκλείεται η εγγραφή ως αδελφών και των άλλων τέκνων, κατά την επιθυμία τους.
Από τις 11 εκκλησίες του χωριού, ενοριακές ήταν οι 8: η Αγία Παρασκευή (χωριοκλησιά από το 1681), η Αγία Κυριακή, ο Ταξιάρχης, ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, η Πάνω Παναγιά (Κοίμηση), ο Άγιος Γεώργιος, η Κάτω Παναγιά (Εισόδεια) και ο Άγιος Κωνσταντίνος. Σήμερα οι εκκλησίες αυτές αποτελούν παρεκκλήσια της Αγίας Παρασκευής.
Οι 3 κτητορικές εκκλησίες του χωριού είναι: Ο Άγιος Νικόλαος, ο Χριστός (Μεταμόρφωση) και η Αγία Μαρίνα. Αρχή της σελίδας