Η δομή και λειτουργικότητα της παλιάς καλαμωτούσικης κατοικίας ήταν, πέρα απ' όλα τ' άλλα χαρακτηριστικά της, προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις της γεωργικής εργασίας και στις ειδικές συνθήκες διαβίωσης που αυτή επέβαλλε. Έτσι τη «συγκατοίκηση» ζώων και ανθρώπων στον ίδιο περίπου χώρο-κάτι που σήμερα θεωρείται τουλάχιστον απαράδεκτο-υπαγόρευαν όχι μόνο οι πανάρχαιες συνθήκες ανασφάλειας και η στενότητα του διαθέσιμου χώρου, αλλά και η απαραίτητη και καθοριστική συμμετοχή των ζώων στην εκτέλεση όλων σχεδόν των γεωργικών εργασιών.
Το παλιό καλαμωτούσικο σπίτι δεν εξυπηρετούσε απλά τη στέγαση και την κάλυψη βασικών βιολογικών και κοινωνικών αναγκών των ενοίκων του, ούτε ήταν μόνο ο χώρος αποθήκευσης αγροτικών προϊόντων. Με τη σύνθεση και τον εξοπλισμό που διέθετε, ήταν πριν απ' όλα ένας χώρος δημιουργίας, όπου οι πρώτες ύλες της γεωργικής-κτηνοτροφικής παραγωγής μετατρέπονταν σε χρήσιμα τελικά προϊόντα και βασικά είδη διατροφής.
Η αυτάρκεια, η απλότητα, η οργάνωση, αλλά και η λανθάνουσα μεγαλοπρέπεια και αισθητική που το χαρακτήριζαν, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την εξάρτηση, την πολυτέλεια, την έλλειψη κάθε αρχιτεκτονικής ευαισθησίας και την καθαρά καταναλωτική δομή της σύγχρονης ηλεκτροκρατούμενης κατοικίας και αποτελούν ιδιότητες που καμιά πρόοδος και εξέλιξη της τεχνολογίας δεν μπορούν να ξαναφέρουν πίσω.
Μια από τις βασικές συχνές ασχολίες της νοικοκυράς ήταν το ζύμωμα. Η παρασκευή του αλευριού ξεκινούσε με το καθάρισμα του σιταριού. Το σιτάρι κοσκινιζόταν στο σιταρικό οπότε το χώμα έπεφτε κάτω, ενώ στο κέντρο και την επιφάνεια του σιταριού μαζεύονταν οι κόμποι που είχαν απομείνει και τους πετούσαν έξω με τη χούφτα. Στη συνέχεια το προϊόν καθαριζόταν με το χέρι από τις μικρές πέτρες που περιείχε και μεταφερόταν στο μύλο.
Ο άνεμος, μέσω των τεράστιων πανιών, έθετε σε περιστροφική κίνηση τον κεντρικό ξύλινο κατακόρυφο άξονα του ανεμόμυλου ο οποίος, με τη σειρά του, κινούσε κυκλικά την τεράστια μυλόπετρα που υπήρχε στη βάση του. Το σιτάρι, με ελεγχόμενη αργή ροή, έπεφτε από ένα πυραμιδοειδές δοχείο (κοφινία) στο χώρο της μυλόπετρας και μετατρεπόταν σε αλεύρι. Το χωριό είχε τρεις μύλους, ένα στη δυτική πλευρά (Μύλος του Μάγγανα) και δυο στη νοτιοανατολική (Δαμαλά και Μελισσινού). Μετά το 1950 το άλεσμα του σιταριού γινόταν σε πετρελαιοκίνητους και αργότερα σε ηλεκτροκίνητους αλευρόμυλους (φάμπρικα).
Το αλεύρι, πριν χρησιμοποιηθεί στο ζύμωμα, κοσκινιζόταν με την τριχιά όπου έμεναν τα πίτουρα, ενώ έπεφτε το αλεύρι στη σκάφη του ζυμώματος. Η νοικοκυρά από το βράδυ της προηγούμενης μέρας (αποσπερίς) «έπιανε» το προζύμι μ' ένα κομμάτι παλιάς μαγιάς και χλιαρό νερό ζύμωνε μικρή ποσότητα αλευριού που φούσκωνε (ανέβαινε), ξίνιζε και αποτελούσε τη μαγιά για το κανονικό ζύμωμα- και το πρωί της άλλης μέρας ζύμωνε σε ξύλινη σκάφη γύρω στα 15-20 κιλά αλεύρι .Το ζυμάρι το μοίραζε σε 6-7 κυκλικά καλαμένια δοχεία, ακτίνας και ύψους 25 περίπου εκατοστών (πανέρια), τα οποία ήταν εσωτερικά καλυμμένα με άσπρο πανί όπου έριχναν λίγο αλεύρι για να μην κολλάει η ζύμη (ψωμόπανο).
Τα πανέρια με τη ζύμη μεταφέρονταν σε ζεστό μέρος για να «ανέβουν». (Συνήθως στα κρεβάτια, όπου σκεπάζονταν καλά). Όταν φούσκωναν αρκετά, η νοικοκυρά άναβε το φούρνο με ξερά κλαδιά, συγκέντρωνε τα κάρβουνα σε μια άκρη και έτριβε τη βάση του φούρνου μ' ένα μακρύ σίδερο για να καθαρίσει και για να ψηθεί καλά το ψωμί (σκάλεθρο). Στη συνέχεια έδενε χλωρά συνήθως κλαδιά λυγαριάς σ' ένα μακρύ ξύλο και σκούπιζε μ' αυτό το φούρνο (σφούγγι), ενώ αμέσως μετά άδειαζε το περιεχόμενο του πανεριού σε μια κυκλική σανίδα, που σε κάποιο σημείο προεκτεινόταν δημιουργώντας μια στενόμακρη λαβή για να κρατιέται με ασφάλεια (φουρνέφιο). Το ζυμάρι μεταφερόταν γρήγορα στο εσωτερικό του φούρνου, όπου, με τη γρήγορη και προσεκτική απομάκρυνση του φουρνέφιου, έπεφτε πάνω στην πυρωμένη βάση του φούρνου (φουρνόπατα), άπλωνε κι έπαιρνε το τελικό του σχήμα. Σε λίγη ώρα, 6-7 ζεστά-καλoψημένα ψωμιά, που καθένα ζύγιζε γύρω στις 4 οκάδες, έβγαιναν από το φούρνο και αποτελούσαν το βασικό είδος διατροφής της 8μελούς οικογένειας για μια περίπου εβδομάδα. Το αμυλούχο διαιτολόγιο του παλιού Καλαμωτούση συμπληρωνόταν επίσης με τα σουσαμένια σιταρένια παξιμάδια, κουλούρια, μακαρόνια, φιδέ, τραχανά, κορδέλια (πλατιά μακαρόνια) κ.ά.
Αρκετά σπίτια ήταν επίσης εφοδιασμένα με το χειρόμυλο, με τον οποίο μετέτρεπαν το σιτάρι σε χοντρό, φτιάχνοντας έτσι πιλάφι με καφτερές πιπεριές, ντολμαδάκια (γιαπράκια) κ.ά. Τον χειρόμυλο αποτελούσαν δύο κυκλικές πέτρινες πλάκες. Η μια ήταν η βάση ενώ η άλλη περιστρεφόταν πάνω σ' αυτή, με τη βοήθεια ενός μικρού χερουλιού. Στο κέντρο της πάνω πέτρας υπήρχε μικρή πέτρα, απ' όπου ριχνόταν το σιτάρι, που τριβόταν στη συνέχεια στο χώρο μεταξύ των πλακών.
Η τυροκομία, για οικογενειακή κατανάλωση, ήταν επίσης μια από τις βασικές ασχολίες της νοικοκυράς. Το γάλα των αιγοπροβάτων, αλλά και της αγελάδας, αμέσως μετά το άρμεγμα, το ανακάτευαν με μικρή ποσότητα πιτυάς από κατσίκα, το άφηναν να πήξει, και στη συνέχεια, αφού το ζέσταιναν λίγο, το χώριζαν σε μικρότερα τεμάχια (χερόκοβγαν), τα οποία τοποθετούνταν στη συνέχεια σε μικρά καλαθάκια φτιαγμένα από βούρλα (τυροβόλια), όπου στραγγιζόταν από τη νοικοκυρά. Το υγρό υπόλειμμα αυτής της διαδικασίας (τσίρος) αποτελούσε την πρώτη ύλη για την παρασκευή μυζήθρας ή δινόταν στα ζώα. Το στραγγισμένο τυρί αποθηκευόταν σε μεγάλα καλάθια, σχήματος κόλουρου κώνου, πλεγμένα με καλάμια (όπως τα καλάθια και τα πανέρια) και εφοδιασμένα με μικρό, καλαμένιο επίσης, στόμιο (καλαθαριές). Η καλαθαριά με το περιεχόμενο της (8-10 «κεφαλάκια» τυρί) έμενε στον ήλιο και στον αέρα για αρκετές μέρες, μέχρις ότου ξεραθεί το τυρί, που μίκρυνε έτσι σε μέγεθος και άλλαζε χρώμα, παίρνοντας μια κιτρινωπή απόχρωση. Ήταν τυχερή η νοικοκυρά της οποίας οι καλαθαριές έμεναν απρόσβλητες από τις γάτες.
Το ντόπιο τυρί καταναλωνόταν, ή με τη μορφή που είχε μετά την έκθεση του στον ήλιο (γλυκό τυρί ή τυρί της καλαθαριάς) ή, συχνότερα, έμπαινε στην άρμη και έπαιρνε αλμυρή γεύση. Η σωστή αναλογία αλατιού και νερού στη σύνθεση της άρμης (σαλαμούρας) εξασφαλιζόταν με τη χρήση ενός νωπού αβγού, που έπρεπε να επιπλέει αφήνοντας έξω από την επιφάνεια ένα μικρό μέρος του, σε σχήμα δεκάρας. Οι νόμοι της άνωσης και η αρχή του Αρχιμήδη, σε μια εμπειρική εφαρμογή τους στο παλιό καλαμωτούσικο νοικοκυριό!
Τα γιαούρτια και το ρυζόγαλο δεν έλειπαν από τη ντόπια γαλακτοκομική παραγωγή, που, μαζί με το τυρί, φυλάσσονταν στα εντειχισμένα ντουλάπια, για να διατηρούνται δροσερά, και αργότερα στα φανάρια που κρεμούσαν σε ψηλά σημεία και ήταν κιβώτια με σκελετό λαμαρίνας και συρμάτινη τρίχινη επένδυση για τον αερισμό των περιεχόμενων τροφών.
Τα ντόπια λουκάνικα (σουτζούκια) αποτελούσαν ένα άλλο θρεπτικό και πολύ νόστιμο είδος διατροφής. Φτιάχνονταν Δεκέμβριο ή Ιανουάριο συνήθως, από χοιρινό κρέας, με έντερα προβάτων ή μικρών αγελάδων (δαμαλιών) και με την προσθήκη διάφορων μυρωδικών (αλάτι, πιπέρι, γλυκάνισο, κακαυλία κ.ά.). Αποθηκεύονταν στο κελάρι ή σε άλλο δωμάτιο και καταναλώνονταν τη χειμερινή περίοδο, οπότε ψήνονταν συνήθως στα κάρβουνα σκορπώντας γύρω γαργαλιστικές μυρωδιές.
Τα σύκα αποτελούσαν τις «σοκολάτες» της εποχής εκείνης. Φουρνιάζονταν, είτε όπως ήταν μετά το άπλωμα τους στο ξάτο, για να στεγνώσουν, είτε μετά το άνοιγμα και γέμισμα τους με σουσάμι και κοπανισμένα αμύγδαλα, αποτελώντας έτσι ένα θρεπτικό και νόστιμο γλύκισμα (παστελαριές), που άρεσε ιδιαίτερα στα μικρά μέλη της οικογένειας.
Μια από τις δυσκολότερες οικιακές ασχολίες ήταν το πλύσιμο των ρούχων του νοικοκυριού (αλυσά). Κάθε μήνα περίπου, όλα σχεδόν τα ρούχα, μετά το μούλιασμα τους, τοποθετούνταν μέσα σ' ένα μεγάλο κοντόφαρδο κοφίνι (αλυσο-κόφινο), το οποίο έκλεινε μ' ένα χοντρό ανθεκτικό πανί, πάνω από το οποίο έβαζαν ένα παχύ στρώμα στάχτης (αχύλερο). Στη συνέχεια έριχναν μεγάλες ποσότητες χλιαρού, ζεστού και βραστού νερού, που περνούσε μέσα από το στρώμα της στάχτης, έβρεχε τα ρούχα διαδοχικά, και έτσι καθάριζαν και απολυμαίνονταν. Μετά απ' αυτή την προπαρασκευαστική εργασία, το αλυσοκόφινο αφηνόταν έτσι για όλο το βράδυ, και την άλλη μέρα τα ρούχα πλύνονταν χωριστά σε ξύλινα ή λαμαρινένια σκαφάκια, δύο ή και τρεις φορές, με ντόπιο σαπούνι. Τα παλαιότερα χρόνια το πλύσιμο γινόταν μέσα στο ίδιο το αλυσοκόφινο, ενώ αρκετές φορές οι νοικοκυρές έπλεναν στον ποταμό, χρησιμοποιώντας το καθάριο νερό του.
Ως τις αρχές του 20ού αιώνα, το σύνολο σχεδόν των κάθε λογής ρούχων και υφασμάτων του νοικοκυριού φτιαχνόταν στον αργαλειό του σπιτιού, με πρώτες ύλες το βαμβάκι και το μαλλί. Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι μια εκτεταμένη και συστηματική βαμβακοκαλλιέργεια στη γύρω από το χωριό περιοχή είχε προηγηθεί της καλλιέργειας καπνού. Πηγή του μαλλιού ήταν τα πρόβατα, που κουρεύονταν μέσα στο Μάιο.
Η πλήρης περιγραφή της όλης διαδικασίας, με την οποία το βαμβάκι και το μαλλί μετατρέπονταν σε χρήσιμα τελικά προϊόντα (ενδύματα, καλύμματα, πετσέτες, τουρβάδες κ.α.) πιθανόν να κούραζε άσκοπα τον αναγνώστη, με την ποικιλομορφία των χρησιμοποιουμένων εργαλείων και την πολυπλοκότητα των επιμέρους διεργασιών, ενώ θα ξέφευγε από τα πλαίσια και τους στόχους της εργασίας αυτής. Άλλωστε η ίδια μέθοδος εφαρμοζόταν, με μικρές παραλλαγές, και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, οπότε υπάρχουν σίγουρα πηγές, στις οποίες μπορεί να καταφύγει ο ενδιαφερόμενος για πλήρη ενημέρωση. θα περιορισθούμε επομένως σε μια σύντομη περιγραφή της διαδικασίας της ύφανσης, τονίζοντας τα κύρια σημεία και τις βασικές διεργασίες.
Τα υφάσματα που υφαίνονταν στον αργαλειό (σγαστήρι) λέγονταν φαντά. Απαραίτητα υλικά κάθε φαντού ήταν οι ατέρμονες ανθεκτικές κλωστές, πάνω στις οποίες εξελισσόταν το φάσιμο (στημόνι), και οι μαλακές μάλλινες ή βαμβακερές ίνες, που διασταυρώνονταν κάθετα με το στημόνι κατά τη διάρκεια της ύφανσης (φάδι). Από τη ρόκα το βαμβάκι ή μαλλί κλωθόταν και νηματοποιόταν με το αδράχτι . Στη συνέχεια με το τυλιγάδι το νήμα μεταφερόταν στην ανέμη , απ' όπου με τη βοήθεια της σβίας τυλιγόταν στα καλάμια και τα μασούρια . Το φάδι, τυλιγμένο στα μασούρια, ήταν έτοιμο να χρησιμοποιηθεί στη σαΐτα του αργαλειού.
Για τα καλάμια με το στημόνι όμως υπήρχε ακόμα πολύς και δύσκολος δρόμος, μέχρι να φθάσουν στον αργαλειό. Τα καλάμια αυτά διατάσσονταν με τα άκρα όλων των νημάτων δεμένα στο πρώτο κυλινδρικό παλούκι ,ενώ με αργό τράβηγμα όλων μαζί των νημάτων το στημόνι αναγκαζόταν να ακολουθήσει την πορεία που δείχνεται, ενώ ξετυλίγονταν ταυτόχρονα τα καλάμια, και να ξαναγυρίζει πίσω ακολουθώντας την ακριβώς αντίστροφη πορεία Μετά από μια σειρά άλλων δευτερευουσών εργασιών πριν και κατά την τοποθέτηση του στημονιού στον αργαλειό (τύλιγμα του στημονιού στο μπροσάντι και πέρασμα των κλωστών μέσα από τα μιταρόχτενα και το ξυλόχτενο) και τον εφοδιασμό της σαΐτας με το μασούρι, η νοικοκυρά άρχιζε το φάσιμο μ' ένα συνδυασμό ταυτόχρονων και διαδοχικών κινήσεων (πάτημα των πατήθρων για την κατακόρυφη κίνηση των μιταρόχτενων και το άνοιγμα των νημάτων του στημονιού - πέρασμα της σαΐτας μέσα από το διάκενο - απότομη οριζόντια και προς τα εμπρός κίνηση του ξυλόχτενου για τη σωστή θέση και το σφίξιμο του φαδιού κλπ.) Κατά τη διάρκεια της ύφανσης το φαντό τυλιγόταν από την υφάντρα στο πισάντι του αργαλειού. Για πολύχρωμα υφάσματα γινόταν αλλαγή χρωματιστών μασουριών στη σαΐτα και για διάφορα σχέδια ύφανσης χρήση περισσότερων από ένα ζευγαριών μιταρόχτενων.
Στα μεταγενέστερα χρόνια το στημόνι, και σε αρκετές περιπτώσεις και το φάδι, αγοράζονταν από το εμπόριο με τη μορφή μεγάλων θηλειών. Οι θηλειές αυτές τυλίγονταν στην ανέμη και καλαμίζονταν ή μασουρίζονταν κανονικά. Το στημόνι αυτό του εμπορίου λεγόταν χύντικο, ήταν ένα πολύ ανθεκτικό βαμβακερό νήμα και υποβαλλόταν σε μια διαδικασία κερώματος πριν χρησιμοποιηθεί (μπουλουμούσκιασμα). Φάδια υπήρχαν πολλών ειδών, μάλλινα και βαμβακερά, λευκά (2 ειδών) και έγχρωμα.
Ανάλογα με τη σύνθεση και τον τρόπο ύφανσης, η παραγωγή του καλαμωτούσικου αργαλειού περιλάμβανε τις εξής ποιότητες και ποικιλίες φαντών δίμιτο, απολυτό, μονόθυρο, κορδονέ και φραντάλι.
Το δίμιτο ήταν ένα ανθεκτικό, πυκνοϋφασμένο και χοντρό ύφασμα, με το οποίο έφτιαχναν στρώματα, ανδρικές ποδιές (μπροστέλες), τραπεζομάντιλα, πετσέτες κ.ά.
Το απόλυτο ήταν μια λεπτή ύφανση με φάδι λευκό· μ' αυτό έφτιαχναν εσώρουχα, καμιζόρες καθημερινής χρήσης, βράκες ανδρών, πετσέτες, σεντόνια και χυντικένια σεντόνια (μέρος του φαδιού ήταν χύντικο).
Με το κορδονέ έφτιαχναν κουβέρτες, ριχτάρια για κρεβάτια (κουφωτό-κορδονέ).
Στη ντόπια παραγωγή πρέπει επίσης να περιληφθούν τα κάθε λογής κεντήματα, με τα οποία στόλιζαν τα σπίτια και τις επίσημες γυναικείες φορεσιές, οι τετράγωνες πλεκτές σάρπες (μποξάδια), οι μάλλινες πλεκτές φανέλες, οι κουρελούδες που φτιάχνονταν στον αργαλειό με κόκκινο μίτο για στημόνι και ποικιλόχρωμες υφασμάτινες λουρίδες (κουρέλια) για φάδι.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα η ντόπια παραγωγή συμπληρώθηκε και η κατανάλωση εμπλουτίσθηκε με υφάσματα του εμπορίου, όπως κάμποτο, χασέ, αλατζά, πατίστα, μερμέρι, παπαζίνα (για σαρικομάντιλα), τσόχα (για σχολιάτικες καμιζόρες) κ.ά.