Γεωργικές εργασίες

Οι τεράστιες και ποικίλες αλλαγές που έγιναν στην Καλαμωτή στα μέσα του 20ού αιώνα και η διακοπή της συνέχειας και της ομαλής διαχρονικής εξέλιξης της κοινωνικοπολιτιστικής της δραστηριότητας οφείλονταν, στη βιομηχανική και τεχνολογική επανάσταση του 19ου και του 20ού αιώνα και στην εγκαθίδρυση των νέων συνθηκών διαβίωσης που αυτή επέφερε.

Με την ελπίδα ότι η Καλαμωτή θα ξεπεράσει το δημογραφικό της πρόβλημα και θα συνεχίσει να υφίσταται σαν χωριό για πολλά χρόνια ακόμη, ο μελλοντικός μελετητής της ιστορίας της σίγουρα θα σταθεί προσεκτικά στη σημαντική αυτή καμπή που διαμορφώνει η μεταβατική περίοδος 1950-70 και θα θεωρήσει τις γενιές, τόσο τις δικιές μας όσο και των πατέρων μας, προνομιούχες μεν, γιατί είχαν την τύχη να συνδέσουν με τη ζωή τους τις δυο διαφορετικές εποχές του χωριού, υπεύθυνες δε, για τη μεταφορά και αποτύπωση όλων εκείνων των στοιχείων που συνθέτουν την Καλαμωτή που χάθηκε.

Οι γραπτές πηγές και τεκμηριωμένες μαρτυρίες που αναφέρονται στο είδος και τις συνθήκες καθημερινής απασχόλησης και κοινωνικής ζωής των κατοίκων της Καλαμωτής, από κτίσεως έως τα τέλη του 19ου αιώνα, είναι λιγοστές, αν και αφορούν μια μεγάλη περίοδο της ιστορίας της (1676-1914). Αν όμως λάβει κανείς υπόψη του, ότι η βιομηχανική επανάσταση (1800), η εποχή που εγκαινίασε η χρήση του μαύρου χρυσού και η τεχνολογική εξέλιξη που επακολούθησε έγιναν αισθητές και επηρέασαν την οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας μας κύρια τον 20ό αιώνα, εύκολα μπορεί να συμπεράνει ότι ο τρόπος ζωής, οι ασχολίες, τα ήθη και έθιμα που χαρακτήριζαν τη ζωή του Καλαμωτούση το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα έχουν μεταφερθεί σχεδόν αναλλοίωτα από τα πολύ παλιότερα χρόνια.

Αποσπάσματα από κώδικες της Καλαμωτής του 17ου και 18ου αιώνα, που ήδη παρουσιάσαμε, ενισχύουν σημαντικά αυτή την άποψη.

Ο Ιανουάριος ήταν ο μήνας με τις λιγότερες απαιτήσεις και δραστηριότητες για τον Καλαμωτούση γεωργό. Οι άστατες καιρικές συνθήκες, το κρύο και η έλλειψη προγραμματισμένων γεωργικών εργασιών για το μήνα αυτό, περιόριζαν στο ελάχιστο δυνατό τις αγροτικές εξορμήσεις, που εντοπίζονταν στη λίπανση και τον καθαρισμό σχίνων και ελαιοδένδρων καθώς και στη συγκέντρωση καυσόξυλων για τις ενεργειακές-θερμαντικές ανάγκες του νοικοκυριού του.

Από τα μέσα Φεβρουαρίου άρχιζε το όργωμα των χωραφιών εκείνων στα οποία αργότερα θα φυτευόταν καπνός (καπνοχώραφα).Το Μάρτιο και τον Απρίλιο τα καπνοχώραφα οργώνονταν ξανά με τ' αλέτρι, μια και δυο φορές (ξανακάμνονταν), ενώ ταυτόχρονα έσπαγαν τους μεγάλους χωμάτινους βόλους που δημιουργούσε το υνί, πρώτα με τη σβάρνα και μετά με τη φτυάρα (βολοκοπιόνταν).Η σβάρνα ήταν μια ορθογώνια σιδηροκατασκευή με μεγάλα καρφιά στη δάση της και σερνόταν, όπως τ' αλέτρι, από ένα ζώο, ενώ ταυτόχρονα πατούσε πάνω της ο γεωργός για να εισχωρούν καλά τα καρφιά στους φρεσκοσκαμένους βώλους.Τη φτυάρα χειριζόταν ο ίδιος ο γεωργός και ολοκλήρωνε τη διαδικασία του βολοκοπήματος. Μετά ακολουθούσε η ισοπέδωση του οργωμένου και βολοκοπημένου εδάφους (θράψωμα) με μια λεία ορθογώνια σανίδα (θραψοσάνιδο), που χρησιμοποιόταν όπως ακριδώς και η σβάρνα Με το θράψωμα το έδαφος κατόρθωνε να διατηρεί τη φυσική του υγρασία, κάτι που ήταν απαραίτητο για τη διαδικασία του φυτέματος.

Το Μάρτιο και τον Απρίλιο γινόταν επίσης και το σκάψιμο των σχίνων, των ελιών και των αμπελιών με το τσατάλι ή την αξίνη. Πρέπει εδώ να αναφερθεί ότι και το όργωμα γινόταν μερικές φορές με το τσατάλι, ένα γεωργικό εργαλείο που χειριζόταν ο ίδιος ο γεωργός, με τον τρόπο όμως αυτό το όργωμα ήταν αρκετά πιο αργό και κουραστικό για τον ίδιο (μονοτσάταλο).

Από τα μέσα Απριλίου και ως τα τέλη Μαΐου διαρκούσε το καπνοφύτεμα, μια δύσκολη και επίπονη εργασία, για το άνοιγμα με τη φτυάρα παράλληλων επιμηκών αυλακιών (καρίκια), στην υγρή δάση των οποίων ανοίγονταν, ταυτόχρονα, από άλλους εργάτες (συνήθως τη γυναίκα και την κόρη του γεωργού), μικρές τρύπες κατά διαστήματα με τη βοήθεια μικρών κωνικών εργαλείων (καζίκια). Μια ρίζα από το φρεσκοσυλλεγμένο φυτό τοποθετιόταν στην τρύπα, η οποία έκλεινε με μια άλλη πλευρική, που ανοιγόταν πολύ κοντά στην αρχική, και καλυπτόταν με χώμα. Ένα χρονογράφημα με τίτλο «Καπνοφύτεμα», που δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 1.7.1959 της μηνιαίας σχολικής επιθεώρησης του Γυμνασίου Καλαμωτής Νέο Φως και περιλαμβάνεται στο τέλος του βιβλίου, απεικονίζει με ενάργεια και παραστατικότητα τις ιδιαίτερες δυσκολίες και την ταλαιπωρία αυτής της γεωργικής εργασίας.

Ο Ιούνιος ήταν ο μήνας του θερισμού. Κουκιά, κριθάρι και σιτάρι θερίζονταν με το δρεπάνι (σίερο), ενώ τα ρεβύθια τραβιόνταν με το χέρι. Στοιβιάζονταν και δένονταν σε δεμάτια, ενώ λίγες μέρες αργότερα φορτώνονταν σε γαϊδούρια ή μουλάρια και μεταφέρονταν στ' αλώνια (κουβάλημα).

Η χρήση αλωνιστικών μηχανών εμφανίσθηκε γύρω στο 1950 και γενικεύθηκε το 1960. Η ανυπόφορη ζέστη, το κλειστό και σφιχτοδεμένο ντύσιμο και το επίπονο της εργασίας αυτής έκαναν τον ιδρώτα να ρέει ασταμάτητα, το στόμα να ξεραίνεται από τη δίψα και το θέρος μια από τις πιο βαριές γεωργικές ασχολίες. Σε περιοχές όπου υπήρχε μια ομοιόμορφη και εκτεταμένη σιταροκαλλιέργεια (π.χ. στον Κάμπο της Κώμης) το θέρος γινόταν την ίδια μέρα απ' όλους σχεδόν τους γεωργούς που είχαν χωράφια ο' αυτή την περιοχή. Συγκεκριμένα οι κάτοικοι του χωριού πληροφορούνταν από τον διαλαλητή (ντελάλη) τις τοποθεσίες στις οποίες θα επιτρεπόταν το θέρος την επόμενη ή μεθεπόμενη μέρα (διασάκια). Με τον τρόπο αυτό οι παλιοί Καλαμωτούσοι μετέτρεπαν τη σκληρή αυτή αγροτική ασχολία σε πραγματικό πανηγύρι, ενώ ταυτόχρονα απόφευγαν πιθανές παρεξηγήσεις για το θέρισμα του ενδιάμεσου αυλακιου,που χώριζε γειτονικά χωράφια. Αρκετές φορές μάλιστα σιγοτραγουδούσαν λαϊκά αυτοσχέδια άσματα, σαν αυτό που ακολουθεί:

(1)
Μια γκαστρωμένη θέριζε
ένα κοντό σιτάρι
δρομί-δρομί το θέριζε
δρομί-δρομί το πάει.

(2)
Κι εκεί όπου το θέριζε
χρυσός αετός της πέφτει
το βάλλει στην ποδίτσα της
και πα' να το ξωρίσει.

(3)
Στο δρόμο που το πήγαινε
μια πέρδικα την είδε
μαρή σκύλα, μαρή άνομη
που πας να το ξωρίσεις.

(4)
Εγώ 'χω δεκαοχτώ παιδιά
και πάσχω να τα θρέψω
και σ' έχεις το χρυσό αετό
και πας να τον ξωρίσεις.

(5)
Βάλε τον στην ποδίτσα του
και πίσω να γυρίσεις.

Το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου, το καπνόφυτο, που είχε αρχίσει να ριζώνει και ν' αναπτύσσεται, απαιτούσε τη φροντίδα του γεωργού. Η στεγνή και ξερή βάση των καρικιών σκαβόταν προσεκτικά με μια μικρή αξίνη (αξινάκι), για να μπορεί έτσι να αερίζεται το φυτό, απομακρύνοντας ταυτόχρονα οτιδήποτε άλλο είχε φυτρώσει και εμπόδιζε την ομαλή ανάπτυξη (δισκάφισμα).
Τον Ιούνιο άρχιζε επίσης η διαδικασία παραγωγής της μαστίχας με το καθάρισμα (ξύσιμο) των σχίνων.

Το ξερό και χορταριασμένο επίπεδο μέρος του εδάφους, που περιέβαλλε τον χοντρό, κυρτό και πολυσχιδή κορμό του σχίνου, καθαριζόταν με ένα τριγωνικό μεταλλικό επίμηκες εργαλείο {άμια), σκουπιζόταν με μια αυτοσχέδια πρόχειρη σκούπα (φροκαλιά), φτιαγμένη συνήθως με ακανθωτό χαμόκλαδο (αθρίμπα ή αχινοπόδι) και καλυπτόταν με ένα λεπτό στρώμα άσπρου χώματος που είχαν φέρει μαζί τους οι παραγωγοί (αμμούδισμα). Το ασπρόχωμα το έβγαζαν από κατάλληλες περιοχές, συνήθως κοντά στο χωριό, οι οποίες, λόγω της μακροχρόνιας χρήσης τους, είχαν μετατραπεί σε μικρές, συχνά επικίνδυνες, υπόγειες στοές (κούφοι).Το αμμούδισμα εμπόδιζε την υγρή μαστίχα, που έτρεχε από τον κορμό του σχίνου, να κολλήσει στο έδαφος. Με το αμμούδισμα γινόταν και το πρώτο υποτυπώδες κέντημα, κυρίως στη βάση του κορμού του σχίνου (ρίνιασμα).

Ο Ιούλιος, ο αλωνάρης, ήταν ο πιο κουραστικός μήνας για τον Καλαμωτούση γεωργό, μια και όλες σχεδόν οι γεωργικές ασχολίες βρίσκονταν στο στάδιο της πλήρους εξέλιξης και του μέγιστου των απαιτήσεων.Το αλώνι ήταν μια κυκλική επίπεδη, επιφάνεια, ακτίνας 3 περίπου μέτρων, οριοθετημένη με ορθογώνιες πέτρινες πλάκες τοποθετημένες κατακόρυφα (άζιροι) και επιχρισμένη (χυλωμένη) στη βάση της με περιττώματα βοδιών (βουνιά), για να αποφεύγεται η ανάμιξη του χώματος με τον αλωνισμένο καρπό. Βρισκόταν σε μικρή απόσταση από το χωριό, και στο γύρω χώρο μεταφέρονταν και στοιβιάζονταν τα δεμάτια από στάχυα, κριθάρια και κουκιά, φτιάχνοντας έτσι τεράστιους όγκους (θεμωνιές).

Το αλώνισμα γινόταν μ' ένα πλατύ αγριόξυλο με σίδερα οδοντωτά η κοφτερά στην κάτω επιφάνεια του (λουκάνη).Η λουκάνη συνδεόταν με το ζυό, που έσερναν δυο βόδια μ' ένα ειδικό επίμηκες σίδερο (λουκανοσύρτη), ενώ ο γεωργός στεκόταν πάνω σ' αυτήν και κατεύθυνε τα ζώα στην αδιάκοπη κυκλική πορεία τους. Για να μη διακόπτεται η συνεχής πορεία του αλωνίσματος τα ζώα ήταν εφοδιασμένα με ειδικά πάνινα ή συρμάτινα φίμωτρα (βοστώματα), που δεν τους επέτρεπαν να σταματούν και να τρώνε τον αλωνισμένο καρπό. Ο διαχωρισμός του καρπού από τα άχυρα (ξενέμισμα) γινόταν μόνο τις ημέρες (απογεύματα συνήθως) που φυσούσε ο κατάλληλος τοπικός βορειοδυτικός άνεμος (αξάνεμος).

Δυο μέλη της οικογένειας, χρησιμοποιώντας ειδικά φτυάρια φτιαγμένα από μακριά καμπυλωτά σίδερα (θρυνάκια), πετούσαν ψηλά την αλωνισμένη σοδειά (λαμνί). Τα άχυρα παρασύρονταν από τον αέρα και συγκεντρώνονταν σε διαφορετική θέση απ' αυτήν που έπεφτε ο καρπός καθώς επίσης και τα σκληρά αθρυμμάτιστα μέρη του κορμού ή των ριζών (κόμποι), που έπεφταν σχεδόν κατακόρυφα. Η απομάκρυνση των κόμπων γινόταν με το συνεχές ανακάτεμα με ξύλινα φτυάρια του λαμνιού, οπότε έρχονταν στην επιφάνεια και κυλούσαν προς την περιφέρεια. Ο διαχωρισμός του μίγματος καρπού και κόμπων, που συγκεντρωνόταν στην περιφέρεια, επιτυγχανόταν με τη γρήγορη οριζόντια παλινδρομική κίνηση (κοσκίνισμα) του μίγματος σε ειδικά κόσκινα (δρεμόνια), οπότε περνούσε και έπεφτε ο καρπός, ενώ παρέμεναν οι κόμποι.Ο σχεδόν καθαρός καρπός έμπαινε σε σάκκους από πυκνό δικτυωτό σπόγγο (τσουβάλια), μεταφερόταν με τα ζώα στο σπίτι και αποθηκευόταν στο κελάρι. Το κριθάρι και τα κουκιά χρησιμοποιούνταν κύρια για τροφή των κατοικίδιων ζώων.

Τις πρώτες μέρες του Ιουλίου τα καρίκια με το ανεπτυγμένο ήδη φυτό καλύπτονταν με χώμα (περίχωμα), ενώ μαζεύονταν τα πρώτα ώριμα φύλλα που ήταν στη βάση της καπνιάς (πάστρεμα). Η όλη διαδικασία της συλλογής του καπνού (μάζεμα) ολοκληρωνόταν σε 5-6 στάδια (χέρια), που διαρκούσαν Ιούλιο και Αύγουστο, και σε καθένα από τα οποία κάθονταν τα ώριμα καπνόφυλλα (ο καπνός ωρίμαζε από κάτω προς τα πάνω), με τελικό στάδιο το κόψιμο του επάνω μέρους της καπνιάς μέσα στο Σεπτέμβριο (φούντες).

Το μάζεμα του καπνού γινόταν πολύ πρωί (στις 4 ή στις 5 το πρωί), για να διατηρείται ζωντανό και δροσερό το φύλλο, και η μεταφορά του στο χωριό τέλειωνε λίγο πριν το μεσημέρι, μέσα σε μικρούς και μεγάλους πλεκτούς καλαμένιους υποδοχείς (κοφίνια - καλαθαρίδια).
Με τη μεταφορά του καπνού στο σπίτι άρχιζε το βελόνιασμά του (πέρασμα) από την «οπισθο­φυλακή» της αγροτικής οικογένειας (παιδιά 9-16 ετών, γιαγιάδες και γενικά ανήμπορα μέλη, που αδυνατούσαν να προσφέρουν υπηρεσίες στο χωράφι), ενώ τα «μάχιμα» μέλη έφευγαν πάλι για την εξοχή, για την εκτέλεση άλλων γεωργικών εργασιών (κέντημα σχίνων, αλώνισμα κ.ά.).

Το πέρασμα του καπνού δεν ήταν κουραστική εργασία, γινόταν σε συνθήκες αρκετά πιο άνετες απ' αυτές που επικρατούσαν στην εξοχή. Είχε όμως το βασικό μειονέκτημα, ότι καθήλωνε για ώρες ολόκληρες όποιον ασχολιόταν μ' αυτό, και ειδικά τα παιδιά, που θα προτιμούσαν να ξεχυθούν στους δρόμους, να κινηθούν ελεύθερα και να παίξουν, παρά, καρφωμένα σε μια θέση, να λερώνουν τα χέρια τους με τη μαύρη πικρή κόλλα που άφηναν τα καπνόφυλλα. Στο πέρασμα του καπνού τα φύλλα περνιόνταν ένα-ένα πάνω σε επιμήκεις πλατιές ή κυλινδρικές βελόνες, και στη συνέχεια αδειάζονταν (ξεπερνιόνταν) πάνω σε ανθεκτικό σπόγγο (μίτο), που στηριζόταν στις άκρες ενός ίσιου καλαμιού μήκους 2-2,50 μέτρων, ενώ ταυτόχρονα υποβασταζόταν πάνω στο καλάμι με τη βοήθεια μικρών κουρελιών ή κομματιών μίτου.

Τα καλάμια, φορτωμένα με τον καπνό, μεταφέρονταν σε κοντινό χωράφι και εκθέτονταν στον ήλιο για να ξεραθούν, τοποθετημένα πάνω σε δύο παράλληλα, καλά στερεωμένα πάνω σε πασσάλους, σύρματα (κρεμανταλάδες). Μετά τον κρεμανταλά, τα καλάμια απλώνονταν στο έδαφος για να .ξεραθούν εντελώς τα φύλλα· στη συνέχεια τα μετέφεραν στο σπίτι, αφαιρούσαν το καλάμι και τα στοίδιαζαν σ' έ­ναν αποθηκευτικό χώρο, φτιάχνοντας έτσι μια τεράστια σε όγκο και έκταση θημωνιά.

Το κέντημα (κέντος) των σχίνων γινόταν κατά τακτά χρονικά διαστήματα (5-6 φορές) μέσα στον Ιούλιο και στον Αύγουστο. Με σχετικά απλά εργαλεία, που έμοιαζαν με κατσαβίδια ή σουβλιά (τιμυτήρια),χαράσσονταν μικρές επιφανειακές τομές στην κάτω και στις πλευρικές επιφάνειες του κορμού του σχίνου, αραιά ισοκατανεμημένες σ' όλη του την έκταση. Από τις τομές αυτές έρρεε ο άχρωμος, πυκνόρρευστος αρωματικός χυμός του σχίνου κατά τις ζεστές ώρες της ημέρας και έπεφτε στην αμμουδισμένη βάση, σχηματίζοντας είτε μικρές ακανόνιστου σχήματος πλάκες μαστιχιού (πίτες) είτε μικρότερες κυκλικές (δακτυλιδόπετρα) ή ακόμη και μια μόνο σφαιρική σταγόνα (ψιλό).

Για την προστασία της από την υπερβολική ζέστη και τους διάφορους αγκαθερούς θάμνους που υπήρχαν στη γύρω από το σχίνο περιοχή, η Καλαμωτούσαινα ήταν κατάλληλα ντυμένη με φρακτά παπούτσια, ανοικτόχρωμες κάλτσες, μια μακριά ανοικτόχρωμη επίσης φούστα που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους (ποδιά), ειδικά γάντια από βαμβακερά νήματα με ανοικτά όλα τα άκρα των δακτύλων (χερόφτριες), ένα ελαφρό σακάκι (καζάκα) και μια άσπρη μαντίλα από χασέ,διπλή στο επάνω μέρος και με πολλά γαζιά για να παραμένει άκαμπτη (πεσέτα), που τυλιγμένη γύρω από το κεφάλι της έφτανε ως τους ώμους, αφήνοντας μόνο ένα μικρό μέρος του προσώπου ακάλπτο. Για τον Καλαμωτούση οι ειδικές ανάγκες ένδυσης ήταν προφανώς λιγότερες, συνήθως περιέβαλλε το κεφάλι του μ' άσπρο μαντήλι που του κάλυπτε το λαιμό και έφτανε ως τους ώμους, ενώ αργότερα το αντικατέστησε μ' ένα ελαφρό απλό καπέλο (σκούφο)

Οι λίγες αμυγδαλιές, που βρίσκονταν διάσπαρτες στην ευρύτερη αγροτική περιοχή της Καλαμωτής, ραβδίζονταν και ο καρπός μαζευόταν μέσα στον Αύγουστο. Από τα τέλη Αυγούστου άρχιζε το μάζεμα του μαστιχιού, που διαρκούσε όλο το Σεπτέμβριο και τέλειωνε στα μέσα Οκτωβρίου. Το μάζεμα ήταν σχετικά μια εύκολη αλλά πολύ αργή εργασία. Κομμάτι-κομμάτι συγκεντρωνόταν η πίτα και η δακτυλιδόπετρα και σπυρί-σπυρί το ψιλό μ' ένα απλό εργαλείο,-μικρογραφία της σπάτουλας- (τιμυτήρια).

Το μαστίχι αρχικά μαζευόταν μέσα σ' ένα μικρό ημισφαιρικό καλαθάκι, διαμέτρου 10 εκατοστών περίπου, πλεγμένο από καλάμια και επιχρισμένο εσωτερικά με βουνιά, για να μην κολλά το μαστίχι, ενώ έφερε ένα ημικυκλικό κατακόρυφο τόξο, της ίδιας σύνθεσης με το υπόλοιπο σώμα, στηριγμένο αντιδιαμετρικά στην περιφέρεια για λαβή (καυκί). Όταν το καυκί γέμιζε μαστίχι, αδειαζόταν σ' ένα αρκετά μεγαλύτερο, όμοιο μ' αυτό, καλάθι (μαστιχοκάλαθο), ενώ για τις πίτες χρησιμοποιόταν κυκλικό αβαθές καλαμένιο ταψί (μαλαθούνι), που το μετέφερε ο παραγωγός πεζός στο χωριό, στηριγμένο πάνω στο κεφάλι του. Το μαστίχι, με τη μεταφορά του στο σπίτι, απλωνόταν σε σκιερά και δροσερά μέρη (δωμάτια, αποθήκες, πατάρια), για να ξεραθεί εντελώς. Από τη σοδειά οι πίτες και η χοντρή δακτυλιδόπετρα (καθαρό) ξεχωρίζονταν και πουλιόνταν στους εμπόρους (κυρίως Αγιοργούσους και θολοποταμούσους) στις αρχές του επόμενου χρόνου, ενώ όλο το υπόλοιπο πουλιόταν έτσι όπως ήταν, χωρίς δηλαδή να καθαριστεί (ακαθάριστο), πριν απ' τα Χριστούγεννα, σε χαμηλότερη τιμή.

Από το 1939, με την αναγκαστική ίδρυση του Συνεταιρισμού και την υποχρεωτική πώληση του προϊόντος στην Ένωση Μαστιχοπαραγοιγών Χίου, το μαστίχι καθαριζόταν και πλυνόταν από τους παραγωγούς, ενώ στη συνέχεια χωριζόταν με ειδικά κόσκινα σε τρεις ποιότητες, πίτα, δακτυλιδόπετρα και ψιλό, με αντίστοιχα κλιμακούμενες τιμές. Μετά το 1960, για επίσπευση της διαδικασίας περισυλλογής της μαστίχας, μετά το γρήγορο μάζεμα των πιτών ακολουθούσε το σκούπισμα (φροκάλιμα) όλου ανεξαίρετα του υπόλοιπου περιεχόμενου της βάσης του σχίνου, το οποίο μεταφερόταν μέσα σε τσουβάλια στο χωριό και εκεί με πλύσιμο και άλλες διεργασίες απομακρυνόταν το μαστίχι από τα υπόλοιπα άχρηστα υλικά (φύλλα, χώματα, μικρές πέτρες κ.ά.).Επίσης άρχισε να γίνεται βαθμιαία χρήση χημικών ουσιών (οξέων) και, μεταγενέστερα, το κτύπημα με μικρό σφυρί, για τη γρήγορη και εύκολη δημιουργία της μικρής τομής στην επιφάνεια του κορμού, κάτι που θεωρείται ότι έβλαπτε μακροπρόθεσμα το σχίνο και ενόθευε την καλή ποιότητα της παραγόμενης μαστίχας.

Ο τρύγος των σταφυλιών γινόταν το Σεπτέμβριο. Η μέρα του τρύγου ήταν σωστό πανηγύρι για το χωριό. Όλοι, μικροί και μεγάλοι, ξεχύνονταν στ' αμπέλια στην περιοχή της Κώμης, όπου εργάζονταν, έτρωγαν παρέες-παρέες και τραγουδούσαν ως αργά τ' απόγεμα. Οι ποικιλίες, που ενδεικνύονταν για την παρασκευή κρασιού (κρασοστάφυλα), κόβονταν και απλώνονταν σε κατάλληλα διαμορφωμένο έδαφος (λιάστρες), όπου ο ήλιος συρρίκνωνε τις ρώγες, εξατμίζοντας τις μεγαλύτερες ποσότητες νερού που περιέχονταν σ' αυτές (λιάσιμο). Τα λιασμένα σταφύλια μεταφέρονταν στη συνέχεια στο πατητήρι (πάτος), όπου κυριολεκτικά ποδοπατιούνταν από τα μέλη της οικογένειας για αρκετές ώρες.
Τα μόνιμα πατητήρια ήταν φτιαγμένα από πέτρες και αστράκια. Βγαίνοντας το κρασί, κυλούσε μέσα σε κανάλι και κατέληγε σε καζάνι, από το οποίο γέμιζαν μεγάλα πιθάρια των 100-200 οκάδων, ή γυάλινα δοχεία που περιβάλλονταν, για ασφάλεια, με πλέγμα φτιαγμένο από βέργες λυγαριάς (μπουσέδες).

Τα πρόχειρα πατητήρια (καλαμωτές) αποτελούνταν από μια κυλινδρική επιφάνεια ύψους 1,20 περίπου μέτρων, φτιαγμένη από μακριά, λεπτά και σκληρά ξύλα, τα οποία συνδέονταν μεταξύ τους σε δύο σημεία. Τα σταφύλια ρίχνονταν μέσα στην καλαμωτή και πατιούνταν από τον παραγωγό, ο οποίος είχε προηγούμενα πλύνει τα πόδια του με τοπικό σαπούνι ποτάσας. Το κρασί έρρεε από τα διάκενα που υπήρχαν μεταξύ των ξύλων και συγκεντρωνόταν μέσω καναλιού σε ένα καζάνι. Για την όσο το δυνατό καλύτερη εκμετάλλευση των κρασοστάφυλων, ο πατημένος σταφυλοπολτός (τσίπουρα) συγκεντρωνόταν στην καλαμωτή και αφηνόταν να στραγγίσει για αρκετές ώρες, ενώ πιεζόταν με μια μεγάλη πέτρα που πατούσε πάνω σε κλαδιά αθρίμπας. Μεταγενέστερα ο σταφυλοπολτός απλωνόταν σε χοντρές τρίχινες τετράγωνες πετσέτες, που έκλειναν σαν φάκελο και συμπιέζονταν σε υποτυπώδη πιεστήρια που λειτουργούσαν χειρωνακτικά. Ο μούστος που παραγόταν μ' αυτό τον τρόπο φυλασσόταν για 40 περίπου μέρες μέσα σε τεράστιους πήλινους πίθους (κυάρες), όπου ζυμωνόταν και γινόταν κρασί. Με μούστο και αλεύρι έφτιαχναν πολύ νόστιμη μουσταλευριά (κρασοκουρκούτη).

Δύο άλλα γεωργικά προϊόντα, τα σύκα και τα χαρούπια (κουντουρούδια), μαζεύονταν Σεπτέμβριο και Οκτώβριο. Τα κουντουρούδια χρησιμοποιούνταν κύρια για τροφή των κατοικίδιων ζώων, ενώ αρκετοί τα έβραζαν και έφτιαχναν πετιμέζι. Τον Οκτώβριο επίσης τα φύλλα των συκιών (φυλλάες), που αποτελούσαν άριστη τροφή των αγελάδων και των αιγοπροβάτων, κόβονταν ένα-ένα από το δένδρο και απλώνονταν σε ανοικτό χώρο για να ξεραθούν, πριν μεταφερθούν στην αποθήκη του στάβλου (αχερώνας).

Νοέμβριος ήταν ο μήνας της σποράς και της συγκομιδής των ελιών. Καπνοχώραφα στις περισσότερες περιπτώσεις, αλλά και χωράφια που την προηγούμενη χρονιά είχαν σπαρθεί με δημητριακά (ραπιές), καλύπτονταν μ' ένα λεπτό στρώμα κοπριάς, τα παλιά, και λιπάσματος τα μεταγενέστερα χρόνια, ενώ πάνω σ' αυτό σπερνόταν σιτάρι, κριθάρι ή κουκιά. Το αλέτρι, που ακολουθούσε αμέσως μετά, ανακάτευε χώμα, κοπριά και καρπό, ενώ η συμπληρωματική και απαραίτητη δράση του βρόχινου νερού μετέτρεπε το φρεσκοργωμένο χωράφι σε μια καταπράσινη θάλασσα, σε διάστημα μικρότερο, αρκετές φορές, των 30 ημερών.Η σπορά συνεχιζόταν και ολοκληρωνόταν μέσα στο Δεκέμδριο. Τα ρεβύθια και οι φακές, που χρειάζονταν λιγότερο χρόνο για ανάπτυξη και ωρίμανση, σπέρνονταν στα τέλη Φεβρουαρίου.

Η συγκομιδή της ελιάς άρχιζε στα τέλη Οκτωβρίου με το μάζεμα των ελιών που είχαν ήδη πέσει στο έδαφος από πολύν καιρό για διάφορους λόγους (φυσική ωρίμανση και πτώση, φύσημα ανέμου, αρρωστημένος καρπός κ.ά.). Ο πρώτος καρπός (ξερόνια) συνήθως πουλιόταν, γιατί έδινε κακής ποιότητας λάδι. Μέσα στο Νοέμβριο, άστατες καιρικές συνθήκες προξενούσαν τη γρήγορη πτώση του ώριμου καρπού, η οποία συμπληρωνόταν με το απότομο τίναγμα των κλαδιών από το γεωργό κατά τη διάρκεια του μαζέματος (χύμισμα). Μερικές φορές ο καρπός ραβδιζόταν με καλάμια για να πέσει, κάτι όμως που δρούσε αρνητικά στην ανάπτυξη και καρποφορία του δένδρου (δαύρισμα). Οι ελιές στρώνονταν κάτω από το δένδρο και μαζεύονταν μια-μια από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας με τη βοήθεια πανεριών, συκλών κ.ά. Ο καρπός μεταφερόταν με κοφίνια ή τσουβάλια στο χωριό και απλωνόταν σε δροσερό μέρος, μέχρις ότου συγκεντρωθεί ικανοποιητική ποσότητα που να επιτρέπει τη μεταφορά τους στο ελαιοτριβείο.

Στα παλιά ελαιοτριβεία (λουτουργιά) ο καρπός συνθλιβόταν με τεράστιες μυλόπετρες, που περιστρέφονταν με τη βοήθεια κάποιου ζώου.Το στίψιμο του πολτού γινόταν μέσα σε τρίχινες πετσέτες που στίβονταν στο στηράκι πού λειτουργούσε χειρωνακτικά , ενώ ο διαχωρισμός του λαδιού από τα υπόλοιπα άχρηστα υγρά συστατικά (αμούργια) στηριζόταν στη φυσική ιδιότητα του να επιπλέει στα άλλα βαρύτερα υγρά που αποτελούσαν το μίγμα. Το στερεό υπόλειμμα της στίψης του πολτού (πυρήνα) χρησιμοποιόταν για θέρμανση ή πουλιόταν για να χρησιμοποιηθεί στην παρασκευή ζωοτροφών.Το λάδι μεταφερόταν στο κελάρι και αποθηκευόταν σε κυάρες, όπου, ύστερα από ένα εύλογο χρονικό διάστημα, υποβαλλόταν σε μετάγγιση για την απομάκρυνση και των ελάχιστων ποσοτήτων αμούργιας που είχαν παραμείνει (μετάβαρμα).

Το σύγχρονο, για την εποχή του, ελαιοτριβείο της ΣΑΒΕΜΙΚΑ, που, πρωτολειτούργησε το 1928, είχε κάνει το τρίψιμο των ελιών για τους περισσότερους Καλαμωτούσους μια εύκολη εργασία .Μέρος του καρπού αρκετών ελιών που ήταν φυτεμένες στις πλαγιές μικρών λόφων (πλαγίσες) ωρίμαζε πρόωρα, αποβάλλοντας ταυτόχρονα τη χαρακτηριστική του πικράδα, και έπεφτε στο έδαφος (δρουπες). Οι δρούπες ξεχωρίζονταν από τον υπόλοιπο καρπό και καταναλώνονταν είτε ωμές είτε συντηρημένες στην άρμη, αποτελώντας έτσι ένα δασικό είδος στο καθημερινό διαιτολόγιο του Καλαμωτούση. Το μάζεμα των ελιών συνεχιζόταν και ολοκληρωνόταν μέσα στο Δεκέμβριο. Τυχόν υπολείμματα καρπού, που παρέμεναν στο δένδρο, μαζεύονταν μέσα στους πρώτους μήνες του επόμενου χρόνου και πουλιόνταν στο εμπόριο (κοκολόϊ).

Ο Νοέμβριος ήταν επίσης ο μήνας της παραγωγής ούζου (ρακιού) από τσίπουρα και, δεύτερης διαλογής σύκα (ξεράκισμά). Η πρώτη αυτή ύλη κλεινόταν αεροστεγώς μέσα σε πιθάρια, οπότε, μετά τη ζύμωση, υποβαλλόταν σε διπλή απόσταξη μέσα σε ειδικά καζάνια που διατηρούσαν ορισμένοι παραγωγοί και λειτουργούσαν κατόπιν αδείας (ξερακιριά)Η πρώτη απόσταξη έδινε ένα άχρωμο αλκοολούχο υγρό (σούμα), ενώ στη δεύτερη και με την προσθήκη αρωματικών ουσιών (μαστίχας, γλυκάνισου) λαμβανόταν το τελικό προϊόν (ξανάβγαρμα). Το ρακί συνήθως φυλασσόταν μέσα σε γυάλινους μπουσέδες, μικρότερου μεγέθους απ' αυτούς που χρησιμοποιούνταν για το κρασί.Το προϊόν αυτό αποτελούσε τα παλιότερα χρόνια σημαντική πηγή εισοδήματος για τους Καλαμωτούσους. Αυτό εξηγεί και το μεγάλο αριθμό συκιών που υπήρχαν στην αγροτική περιφέρεια της Καλαμωτής.

Τέλος, μέσα στους δυο τελευταίους μήνες του χρόνου γινόταν, με ειδικές απλές μηχανές, το μπαλάρισμα του καπνού, η μετατροπή δηλαδή της τεράστιας θεμωνιάς σ' ένα μικρό αριθμό (5-7 κατά μέσο όρο) μεγάλων ορθογώνιων δεμάτων συμπιεσμένου καπνού, η παράπλευρη επιφάνεια των οποίων περιδαλλόταν με ταινίες τσουβαλιού σφιχτοδεμένες πάνω στη συμπαγή του μάζα (μπάλες). Σ' αυτή την τελική μορφή η σοδειά (μαξούλι.) ελεγχόταν από τους εμπόρους, οι οποίοι τελικά αποφάσιζαν και πρόσφεραν την τιμή αγοράς, ανάλογα με την ποιότητα του προϊόντος, ή ακόμη υπαγόρευαν και την καταστροφή του (κάψιμο), σε περιπτώσεις που η παραγωγή είχε προσβληθεί από σοδαρές ασθένειες (περονόσπορος, αλευράς κ.ά.).

Ο εμπλουτισμός των καλλιεργούμενων εκτάσεων με τα απαραίτιτα συστατικά γινόταν κάθε τέσσερα περίπου χρόνια με δύο διαφορετικές εποχές(Φλεβάρη-Αύγουστο)(έργαση).Αν ο γεωργός προτιμούσε να "εργάσει" το Φεβρουάριο,μετέφερε μεγάλες ποσότητες κοπριάς, τις άπλωνε στο χωράφι και τ' όργωνε με το τσατάλι σε δύο επίπεδα (διπλοτσάταλο), εισχωρώντας έτσι σε διπλάσιο βάθος απ' ό,τι με το κανονικό όργωμα και επιτυγχάνοντας τον αερισμό, την ανανέωση και τον εμπλουτισμό του μέρους εκείνου του εδάφους, στο οποίο φύτρωναν οι κάθε λογής καρποί.

Τον Αύγουστο το χωράφι καλυπτόταν πάλι με στρώμα κοπριάς και με αξίνες ανατρέπονταν οι τεράστιοι βώλοι χώματος που είχαν δημιουργηθεί, μεταφέροντας έτσι την κοπριά μέσα στη γη και αναδιατάσσοντας το καλλιεργήσιμο χώμα (βολοσήκωμα). Στις γενικές αγροτικές δραστηριότητες του Καλαμωτούση γεωργού περιλαμβάνονταν επίσης η εξημέρωση και καλλιέργεια άγονων ορεινών εκτάσεων (μέρωμα), για να μεγαλώσει την κτηματική του περιουσία, και η φύτευση νέων σχίνων με μοσχεύματα (φυτευτά), καθώς και ελαιοδένδρων, συκιών, αμυγδαλιών, εσπεριδοειδών, σε περιφραγμένες εκτάσεις κοντά συνήθως στο χωριό, κ.ά. Αρκετοί, ακόμη, καλλιεργούσαν κηπευτικά προϊόντα στην αγροτική περιοχή της Κώμης, όπου έπρεπε, απαραίτητα, να εξασφαλίσουν το τακτικό πότισμα τους από κάποιο γειτονικό πηγάδι, ενώ άλλοι αρκούνταν σε πρόχειρη άνυδρη καλλιέργεια τέτοιων προϊόντων στα καπνοχώραφα. Και στις δύο περιπτώσεις στόχος ήταν η κάλυψη των αναγκών του νοικοκυριού τους.

Το πολύωρο και κουραστικό πότισμα των κηπευτικών εκτάσεων από το πηγάδι διευκολυνόταν με τη χρήση του κονταριού. Το κοντάρι ήταν ένας επιμήκης λεπτός κορμός ξύλου, που στηριζόταν σ' ένα δίχαλο κορμό δένδρου —φυτεμένου πλάι στο πηγάδι— μέσω ενός οριζόντιου λεπτότερου ξύλου που λειτουργούσε σαν άξονας περιστροφής. Το κοντάρι έφερε, στο άκρο του που ήταν πάνω από το πηγάδι, το σχοινί με κουβά (σύκλα), ενώ στο άλλο,το απο­μακρυσμένο άκρο, ήταν δεμένη μια μεγάλη πείρα που ακουμπούσε στο έδαφος όταν η σύκλα δεν περιείχε νερό. Με μια εύκολη κίνηση ο γεωργός κατέβαζε την άδεια σύκλα στο πηγάδι, ανασηκώνοντας ταυτόχρονα την πέτρα ψηλά, ενώ στη συνέχεια με ελαφρά τραβήγματα την ανέσερνε, υποδοηθούμενος από το βάρος της κατερχόμενης πέτρας.

Αυτές ήταν, σε γενικές γραμμές, οι γεωργικές ασχολίες και η αγροτική ζωή του παλιού καλαμωτούσικου νοικοκυριού. Ένας αδιάκοπος, σκληρός αγώνας με τα στοιχεία της φύσης, μια επίμονη και επίπονη καθημερινή προσπάθεια όλων των μελών της οικογένειας για την επιβίωση τους.

Ποια όμως θα μπορούσε να είναι η σοδειά αυτής της υπεράνθρωπης και βασανιστικής απασχόλησης και τι εξασφάλιζε σ' αυτούς που τη ζούσαν; Ένα μέσο καλαμωτούσικο νοικοκυριό που αποτελιόταν από 8 περίπου μέλη (παππούδες, γιαγιάδες, ανδρόγυνο και 4-5 παιδιά) είχε στην κατοχή και εκμετάλλευση του γύρω στις 25 οργιές (400 τετραγωνικά μέτρα = 1 οργιά) διάσπαρτων καλλιεργήσιμων εκτάσεων (καπνοχώραφα - σιταροχώραφα), 15 οργιές ελιές με 60 περίπου δένδρα, 25 οργιές σχίνους με 300 δένδρα, 2-3 οργιές αμπέλια και ένα βοηθητικό σύνολο κατοικίδιων ζώων, αποτελούμενο από 1 μουλάρι ή φοράδα, 1-2 γαϊδάρους, 2 αγελάδες, 3-4 αιγοπρόβατα, 1 γουρούνι, και 20-25 κότες, 7-8 κουνέλια κ.ά.
Η μέση συνολική ετήσια συγκομιδή της όλης γεωργικής - κτηνοτροφικής δραστηριότητας του νοικοκυριού αυτού περιλάμδανε: 600 οκάδες σιτάρι, 300 οκάδες κριθάρι, 300 οκάδες κουκιά, 70 οκάδες μαστίχι (ακαθάριστο), 400 οκάδες λάδι, 300 οκάδες καπνό, 150 οκάδες κρασί, 20 οκάδες ούζο, και άφθονο γάλα, αβγά, κρέας και μαλλί.

Μ' αυτή τη δομή και ενασχόληση η οποιαδήποτε οικογένεια της παλιάς Καλαμωτής ήταν ο παραγωγός και καταναλωτής ταυτόχρονα των κυριότερων ειδών διατροφής (ψωμί, όσπρια, λάδι, γάλα, τυρί, αβγά, κρέας, κρασί κ.ά.), ενώ μέρος της αγροτικής παραγωγής (καπνός, μαστίχι και το περίσσευμα σιτηρών και λαδιού) πουλιόταν και εξασφάλιζε ένα μικρό εισόδημα, που επέτρεπε στον νοικοκύρη να καλύπτει όλες τις άλλες στοιχειώδεις ανάγκες του σπιτιού του (ρουχισμός, υπόδηση, συμπληρωματικά είδη διατροφής, γεωργικά εργαλεία, έκτακτες καταστάσεις).Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που μπορούσαν να επενδύσουν μέρος του εισοδήματος τους στην αγορά χωραφιών, χρυσών λιρών ή και ακινήτων στη Χώρα.

Νοικοκυριά που αντιμετώπιζαν έλλειψη εργατικών χεριών αναγκάζονταν να απασχολούν βοηθούς για την εκτέλεση των αγροτικών τους εργασιών (κοπέλια). Τα κοπέλια ήταν συνήθως νεαρά άτομα από το χωριό ή από άλλα μέρη της Χίου ή και της Ελλάδας, που απασχολούνταν για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα σ' ένα συγκεκριμένο αφεντικό, με δικαιώματα και υποχρεώσεις που φαίνονται στη συμφωνία κοπελιού που πάρθηκε από τον κώδικα Καλαμωτής (1697-1713) και παρέχεται σε γειτονική σελίδα.
Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι και τα άλλα επαγγέλματα (τεχνίτες, κτίστες, ράφτες, υποδηματοποιοί, σαγματοποιοί, αγωγιάτες κ.ά.) ασχολούνταν με τη γεωργία, σε βαθμό που τους εξασφάλιζε τουλάχιστον την κάλυψη των βασικών αναγκών του νοικοκυριού τους.

Οι αγωγιάτες ήταν γεροδεμένοι γεωργοί, εφοδιασμένοι μ' ένα ικανό και μαθημένο ζώο (μουλάρι ή φοράδα), που παράλληλα με τη βασική απασχόληση τους, εκτελούσαν τις μεταφορές των οικοδομικών κύρια υλικών της εποχής εκείνης (ακατέργαστες πέτρες και μάσκες από τα βουνά, άμμο και τσαΐλι από τη θάλασσα ή τον ποταμό, ασβέστη κ.ά.).