Πολιτιστική παράδοση

Τα υφάσματα που υφαίνονταν στον αργαλειό (σγαστήρι) λέγονταν φαντά. Απαραίτητα υλικά κάθε φαντού ήταν οι ατέρμονες ανθεκτικές κλωστές, πάνω στις οποίες εξελισσόταν το φάσιμο (στημόνι), και οι μαλακές μάλλινες ή βαμβακερές ίνες, που διασταυρώνονταν κάθετα με το στημόνι κατά τη διάρκεια της ύφανσης (φάδι). Από τη ρόκα το δαμδάκι ή μαλλί κλωθόταν και νηματοποιόταν με το αδράχτι . Στη συνέχεια με το τυλιγάδι το νήμα μεταφερόταν στην ανέμη , απ' όπου με τη βοήθεια της σβίας τυλιγόταν στα καλάμια και τα μασούρια . Το φάδι, τυλιγμένο στα μασούρια, ήταν έτοιμο να χρησιμοποιηθεί στη σαΐτα του αργαλειού.
Από τα μέσα Φεβρουαρίου άρχιζε το όργωμα των χωραφιών εκείνων στα οποία αργότερα θα φυτευόταν καπνός (χαπνοχώραφα).Το Μάρτιο και τον Απρίλιο τα καπνοχώραφα οργώνονταν ξανά με τ' αλέτρι, μια και δυο φορές (ξανακάμνονταν), ενώ ταυτόχρονα έσπαγαν τους μεγάλους χωμάτινους βόλους που δημιουργούσε το υνί, πρώτα με τη σβάρνα και μετά με τη φτυάρα (βολοκοπιόνταν).Η σβάρνα ήταν μια ορθογώνια σιδηροκατασκευή με μεγάλα καρφιά στη δάση της και σερνόταν, όπως τ' αλέτρι, από ένα ζώο, ενώ ταυτόχρονα πατούσε πάνω της ο γεωργός για να εισχωρούν καλά τα καρφιά στους φρεσκοσκαμένους βώλους.Τη φτυάρα χειριζόταν ο ίδιος ο γεωργός και ολοκλήρωνε τη διαδικασία του δολοκοπήματος. Μετά ακολουθούσε η ισοπέδωση του οργωμένου και δολοκοπημένου εδάφους (θράψωμα) με μια λεία ορθογώνια σανίδα (θραψοσάνιόο), που χρησιμοποιόταν όπως ακριδώς και η σβάρνα Με το θράψωμα το έδαφος κατόρθωνε να διατηρεί τη φυσική του υγρασία, κάτι που ήταν απαραίτητο για τη διαδικασία του φυτέματος.
To αλεύρι, πριν χρησιμοποιηθεί στο ζύμωμα, κοσκινιζόταν με την τριχιά όπου έμεναν τα πίτουρα, ενώ έπεφτε το αλεύρι στη σκάφη του ζυμώματος. Η νοικοκυρά από το βράδυ της προηγούμενης μέρας (αποσπερίς) «έπιανε» το προζύμι μ' ένα κομμάτι παλιάς μαγιάς και χλιαρό νερό ζύμωνε μικρή ποσότητα αλευριού που φούσκωνε (ανέβαινε), ξίνιζε και αποτελούσε τη μαγιά για το κανονικό ζύμωμα- και το πρωί της άλλης μέρας ζύμωνε σε ξύλινη σκάφη γύρω στα 15-20 κιλά αλεύρι .Το ζυμάρι το μοίραζε σε 6-7 κυκλικά καλαμένια δοχεία, ακτίνας και ύψους 25 περίπου εκατοστών (πανέρια), τα οποία ήταν εσωτερικά καλυμμένα με άσπρο πανί όπου έριχναν λίγο αλεύρι για να μην κολλάει η ζύμη (ψωμόπανο).
Αρκετά σπίτια ήταν επίσης εφοδιασμένα με το χειρόμυλο, με τον οποίο μετέτρεπαν το σιτάρι σε χοντρό, φτιάχνοντας έτσι πιλάφι με καφτερές πιπεριές, ντολμαδάκια (γιαπράκια) κ.ά. Τον χειρόμυλο αποτελούσαν δύο κυκλικές πέτρινες πλάκες. Η μια ήταν η βάση ενώ η άλλη περιστρεφόταν πάνω σ' αυτή, με τη βοήθεια ενός μικρού χερουλιού. Στο κέντρο της πάνω πέτρας υπήρχε μικρή πέτρα, απ' όπου ριχνόταν το σιτάρι, που τριβόταν στη συνέχεια στο χώρο μεταξύ των πλακών.
Ανάλογα με τη σύνθεση και τον τρόπο ύφανσης, η παραγωγή του καλαμωτούσικου αργαλειού περιλάμβανε τις εξής ποιότητες και ποικιλίες φαντών δίμιτο, απολυτό, μονόθυρο, κορδονέ και φραντάλι.
Το δίμιτο ήταν ένα ανθεκτικό, πυκνοϋφασμένο και χοντρό ύφασμα, με το οποίο έφτιαχναν στρώματα, ανδρικές ποδιές (μπροστέλες), τραπεζομάντιλα, πετσέτες κ.ά.
Το απόλυτο ήταν μια λεπτή ύφανση με φάδι λευκό· μ' αυτό έφτιαχναν εσώρουχα, καμιζόρες καθημερινής χρήσης, βράκες ανδρών, πετσέτες, σεντόνια και χυντικένια σεντόνια (μέρος του φαδιού ήταν χύντικο).
Με το κορδονέ έφτιαχναν κουβέρτες, ριχτάρια για κρεβάτια (κουφωτό-κορδονέ).


Πρόσκληση

Αν έχετε υλικό που θα θέλατε να προστεθεί στις ιστοσελίδες μας, παρακαλώ όπως το αποστείλετε στήν διεύθυνση

info@kalamoti.net.gr