Η Μεγάλη Σαρακοστή ήταν περίοδος νηστείας και περισυλλογής για όλους σχεδόν τους παλιούς Καλαμωτούσους. Την πρώτη και τελευταία εβδομάδα οι περισσότεροι νήστευαν και το λάδι, ενώ τις ενδιάμεσες εβδομάδες το νήστευαν μόνο την Τετάρτη και την Παρασκευή.
Σε όλη τη διάρκεια της νηστείας, κρέας, γαλακτοκομικά προϊόντα και αβγά δεν καταναλώνονταν, ενώ το ψάρι τρωγόταν μόνο του Ευαγγελισμού και των Βαΐων. Επίσης οι νοικοκυρές ζύμωναν, μαζί με τα ψωμιά, γλυκιά ζύμη και έφτιαχναν τους Λαζάρους, που αποτελούσαν το νηστήσιμο γλύκισμα της περιόδου αυτής. Οι προετοιμασίες για τη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης άρχιζαν από την Κυριακή των Βαΐων. Πρώτα η θυσία των ριφιών και προβάτων, απαραίτητη για το πασχαλινό τραπέζι. Τη Μεγάλη Τετάρτη και Πέμπτη άρχιζε για τις νοικοκυρές η μάχη του βαψίματος των αβγών, του ζυμώματος και φουρνίσματος των πρωταλιώνμεγάλα ψωμιά από πλάση με 1-2 κόκκινα αβγά στην πάνω επιφάνεια -των κολικιών -μικρότερα ατομικά, ένα για κάθε παιδί και κουλουριών.
Στο μεταξύ ο αγώνας για τη συγκέντρωση των χριστόξυλων για το άναμμα της Ανάστασης βρσκόταν στο αποκορύφωμα του. Τα παιδιά κάθε ενορίας με ιερό φανατισμό και πάθος, με επικεφαλής πολλές φορές τους επιτρόπους της εκκλησίας, εξαπολύονταν στην εξοχή και έφερναν στο χωριό λογής-λογής ξύλα, είτε τραβώντας τα είτε χρησιμοποιώντας τα μεταφορικά μέσα της εποχής εκείνης. Τα ξύλα αυτά αποθήκευαν σε κάποια αυλή την οποία έκλειναν και φύλαγαν καλά.
Η Μεγάλη Παρασκευή ήταν αποκλειστικά αφιερωμένη στην Εκκλησία. Ο στολισμός του Επιτάφιου με άνθη, η Αποκαθήλωση και η νυκτερινή περιφορά του κρατούσαν όλους τους χωριανούς σε θρησκευτική εγρήγορση. Μετά τη μεσημβρινή ακολουθία της Αποκαθήλωσης, σύκα, στραγάλια, αμύγδαλα και ρακί προσφέρονταν στους πιστούς από τους Επιτρόπους της Εκκλησίας. Στην εσπερινή ακολουθία, τα Εγκώμια αποσπούσαν τη συμμετοχή και συγκίνηση του κόσμου αρκετές φορές ψάλλονταν από χορωδίες νέων, κάτι που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Μάλιστα, αρκετοί Μικρασιάτες, μετά το διωγμό από τα χωριά τους το 1914, έφεραν μαζί τους το εγκώμιο της Παναγιάς, που περιέχεται στο Παράρτημα. Το εγκώμιο αυτό, σε τόνο μοιρολογιού, ψαλλόταν από ευσεβείς Μικρασιάτες στον Άγιο Γιώργη, στη Μάνα, για πολλές ώρες αυτή τη μέρα.
Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου οι μικροί ενορίτες έκλεβαν την παράσταση με τις φουσκωμένες τσέπες από το κολύκι και τα κόκκινα αβγά καθώς και τα πατροπαράδοτα μπομπάκια. Πολλοί είχαν επινοήσει τη μέθοδο των κλειδιών για να τρομάξουν και να εντυπωσιάζουν τους παρευρισκόμενους. Μέσα σε θηλυκά κλειδιά έρριχναν το σούρφανο από 7-10 σπίρτα, τοποθετούσαν μια καρφοβελόνα στην τρύπα και με προσοχή τη χτυπούσαν σε πέτρα του τοίχου την κατάλληλη στιγμή, δημιουργώντας ένα δυνατό και εκκωφαντικό κρότο που νόμιζες ότι βρισκόσουνα σε πεδίο μάχης. Τα μπομπάκια και άλλα μεγαλύτερα χειροποίητα πυροτεχνήματα (βαρελότα) χαλούσαν τον κόσμο την ώρα που άρχιζε να ψάλλεται το «Χριστός Ανέστη». Το Πάσχα του 1932 μάλιστα κάποιοι επίδοξοι πυροτεχνουργοί έφτιαξαν ένα τόσο δυνατό μίγμα, που πετώντας το από γειτονική βοτά στο παράθυρο της Αγίας Παρασκευής -εκεί που σήμερα είναι το ρολόι- προκάλεσαν πραγματικό σεισμό στο καφενείο της Πλατείας, αδειάζοντας τα ράφια με την έκρηξη.
Το ίδιο βράδυ άναβαν οι φωτιές της Ανάστασης σ' όλες τις ενορίες. Τα ξύλα μεταφέρονταν με φειδώ από την αποθήκη-αυλή, ενώ δεν ήταν σπάνιες οι φορές που δεμάτια κλαδιών που έφραζαν τους φεγγίτες των στάβλων κατέληγαν στην πυρά της Ανάστασης. Οι παρεξηγήσεις και καμιά φορά οι καβγάδες μεταξύ ενοριτών διαφορετικών εκκλησιών για τη σπάνια λεία -το χριστόξυλο- δεν έλειπαν, όταν μάλιστα η αποθήκη κάποιας ενορίας άδειαζε αδικαιολόγητα. Όλοι σχεδόν οι ενορίτες με τις παγκέτες ή τα καρεκλάκια τους μαζεύονταν γύρω από τη φωτιά και έδρισκαν έτσι την ευκαιρία για συζήτηση, ψυχαγωγία και φλερτ. Τα "παιδιά τέλος έκαιγαν στην Ανάσταση το Μάρτη ,μια άσπρη και μια κόκκινη κλωστή τυλιγμένες μαζί, που περιέβαλλαν το λαιμό και τον καρπό του χεριού. Λεγόταν έτσι, γιατί ο Μάρτης δεν έλειπε ποτέ από τη Σαρακοστή και πιστευόταν ότι τα προφύλαγε από την έντονη ηλιοφάνεια του μήνα αυτού.
Τα πολύ παλιά χρόνια η Ανάσταση άναβε για σαράντα συνεχή βράδια, ενώ αργότερα περιορίστηκε στην εβδομάδα της Διακαινησίμου. Αυτό συνεχίσθηκε ως το 1966, αν και για αρκετά χρόνια λειτουργούσε μόνο η χωριοκλησιά, ενώ σήμερα φωτιά ανάβει μόνο το βράδυ της Ανάστασης και μπροστά από το ναό της Αγίας Παρασκευής.