Οι Απόκριες αποτελούσαν μια ανάπαυλα χαράς και ξεφαντώματος για όλους ανεξαίρετα τους Καλαμωτούσους, πριν από τη μεγάλη και δύσκολη περίοδο της νηστείας και προσευχής που χαρακτήριζαν τη Μεγάλη Σαρακοστή. Ο δετός (κωλοσυρτός) και ο καρνάβαλος (καρλαβάς) ήταν τα δυο κύρια έθιμα που χάριζαν στους κατοίκους του χωριού αξέχαστες στιγμές μελωδίας, αυθόρμητου γέλιου και πραγματικής ευτυχίας. Τα τρία Σαββατοκύριακα των Αποκριών, Καλαμωτούσοι και Καλαμωτούσαινες μαζεύονταν παρέες-παρέες σε σπίτια και αποκρέωναν μαζί.Συγγενικές ή και φιλικές οικογένειες έπαιρναν τα φαγητά τους και συγκεντρώνονταν τα απογεύματα του Σαββάτου και της Κυριακής σ' ένα σπίτι, όπου έτρωγαν και έπιναν μαζί, αστειευόντουσαν και αλληλοπειράζονταν χωρίς ίχνος παρεξήγησης ή υστεροbουλίας. Με το σούρουπο οι χαρούμενες αυτές παρέες ξεχύνονταν προς την πλατεία του χωριού και άρχιζαν τον κωλοσυρτό, που αρκετές φορές κρατούσε ως αργά τα μεσάνυκτα, ενώ μερικοί απομακρύνονταν με τρόπο από την ομήγυρη, προκειμένου να ετοιμάσουν τους καρλαβάδες της βραδιάς. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η πρώτη δοκιμή του κωλοσυρτού γινόταν την πρωτοχρονιά.
Στο ιδιόμορφο αυτό είδος χορού, άνδρες και γυναίκες παρατάσσονταν ο ένας πλάι στον άλλο, συνέπλεκαν τα χέρια και βημάτιζαν σύμφωνα με το ρυθμό του τραγουδιού κατά μήκος της τεράστιας σειράς που δημιουργόταν και η οποία διατασσόταν σε ποικίλα σχήματα, άλλοτε κινούμενη ευθύγραμμα και διατρέχοντας το γύρο της πλατείας ή κεντρικούς δρόμους και άλλοτε κινούμενη κυκλικά στην ίδια περίπου θέση.Ηχηρή, μελωδική και καθάρια η φωνή του κύριου τραγουδηστή διέσχιζε τη σιγαλιά της νύχτας σκορπώντας ρίγη αισθησιακής απόλαυσης στους παρευρισκόμενους, ενώ αμέσως μετά οι υπόλοιποι χορευτές επαναλάμδαναν στον ίδιο τόνο το δίστιχο. Σε κάθε τρίτο δίστιχο του τραγουδητή ο ρυθμός του τραγουδιού και ο βηματισμός επιταχύνονταν, με συνέπεια ο χορός να γίνεται τραβηχτός με παταγώδη βήματα.
Και ενώ ο δετός πλησιάζει στο τέλος του, μια μικρή ομάδα ανθρώπων ακολουθεί ένα μασκαρεμένο που ανεβαίνει γρήγορα στο ξάτο ενός σπιτιού της πλατείας και προσποιείται το Χότζα ζητώντας τη βοήθεια του Αλλάχ και μοιράζοντας ευχές και δώρα, το γέλιο και τη χαρά σ' όλους τους παρευρισκόμενους. Την ίδια στιγμή δυο μασκαρεμένοι άνθρωποι ζεμένοι στο ζυο ξεπροβάλλουν από ένα στενό, τραβούν με δυσκολία τ' αλέτρι, με το οποίο κάποιος άλλος προσπαθεί να οργώσει το λιθόστρωτο, ενώ ένας τέταρτος, ντυμένος γυναίκα, ακολουθεί ρίχνοντας το σπόρ'ο. Ο κόσμος κινείται μεταξύ των δύο αυτών εστιών γέλιου, ξεδίνει, ξεχνά, ξεχνιέται και χαίρεται.
Τα πολυάριθμα τραγούδια του δετού παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία και σημαντικό λαογραφικό ενδιαφέρον. Τα πολύ παλιά χρόνια τα τραγούδια ήταν μακροσκελή, με ενιαίο θέμα, μελοποιώντας κάποια ερωτική συνήθως ιστορία με όχι πάντα ευχάριστο τέλος. Αργότερα τα τραγούδια υμνούσαν αποσπασματικά την ομορφιά, τα νιάτα και τον έρωτα ή τόνιζαν τις δυσκολίες και τη ματαιότητα της επίγειας ζωής. Δημιουργός και των δύο κατηγοριών η ανώνυμη λαϊκή μούσα.Παραθέτουμε στη συνέχεια τρία αντιπροσωπευτικά τραγούδια της παλιάς εποχής και αρκετά τετράστιχα των μεταγενέστερων χρόνων.
Άλλα προσφιλή θέματα μασκαρέματος ήταν ο Ταρζάν, η τράτα, κατοικίδια ζώα, αλλαγή φύλου, έγκυος γυναίκα κ.ά. Καρλαβάδες ντύνονταν και τις νύχτες των εργάσιμων ημερών καθώς και την ημέρα της αργίας. Οι αποκριάτικες εκδηλώσεις κορυφώνονταν την τελευταία Κυριακή (Τυρινή). Τη μέρα αυτή τα γαλακτοκομικά προϊόντα καταναλώνονταν πάρα πολύ (ρυζόγαλο, γιαούρτι, τυρί, τραμπουραδόπιττες, ρυζογαλόπιττες, καταΐφια, μπακλαδάδες), ενώ αποφευγόταν η χρήση κρέατος.
Τα περισσότερα παιδιά μασκαρεμένα κυκλοφορούσαν στην κατάμεστη από κόσμο πλατεία και συμμετείχαν σε γιορταστικές εκδηλώσεις στο Δημοτικό Σχολείο. Οι πολυάριθμοι καρλαβάδες σκόρπιζαν παντού το γέλιο, ενώ ο μεγάλος δετός με τις σαρικούδες και τους δρακάδες περιτριγύριζε το οικοδομικό τετράγωνο του Βαρβακά και τελείωνε αργά τα μεσάνυχτα, αφήνοντας έντονη την ικανοποίηση και τη νοσταλγία. Υπήρχε η συνήθεια, με την επιστροφή στο σπίτι, να δειπνούν με ρυζόγαλο και ένα αβγό, λέγοντας: «Με αβγό το κλείνω, με αβγό τ' ανοίγω», και υπονοώντας τη μεγάλη περίοδο της νηστείας της Μεγάλης Σαρακοστής και τη χρήση του αβγού ως πρώτου πασχαλινού εδέσματος.
Το μεσημέρι της Καθαρής Δευτέρας οι περισσότεροι Καλαμωτούσοι ανέβαιναν στις βότες των σπιτιών παρέες-παρέες, τραγουδούσαν και γλεντούσαν τρώγοντας νηστήσιμα φαγητά (τρουσιά, ραπανάκια, ρόκα, βρεχτοκούκια, χαβιάρι, ταραμά κ.ά.). Μερικοί επίσης ντύνονταν καρλαβάδες και άλλοι ανέβαλλαν την περίοδο της νηστείας για μια μέρα και έτρωγαν τα υπόλοιπα των αποκριάτικων φαγητών τους. Με το χτύπημα της καμπάνας για τον εσπερινό έληγε το μεθεόρτιο αυτό της Αποκριάς και άρχιζε ουσιαστικά η περίοδος της νηστείας για όλους ανεξαίρετα τους κατοίκους.Ο δετός κατόρθωνε να επιβιώνει ως την πρώτη Κυριακή της Σαρακοστής, οπότε ο κόσμος πήγαινε το απόγευμα στ' αλώνια που ήταν γύρω από το χωριό και αποχαιρετούσε το δετό με νηστήσιμα εδέσματα και γλυκά.