(1)
Η Σούσα ήταν έμμορφη
σαν καναργιάς κανάρι
κι εγάπαν τον Σεριμπαγδή
το πρώτο παλληκάρι
(3)
Μια πρωινή μια ταχυνή
στη κλίνη της καθίζει
και με το χερομάντηλο
τα δάκρυα σφουγγίζει.
(5)
Όνειρο είδα μάνα μου
πικρό φαρμακωμένο
πως ήλθε τ' αδελφάκι μου
σπαθί ξεγυμνωμένο
(7)
Και μέσα στα μεσάνυχτα
οι πετεινοί κικρούσαν
και κτυπησεν η πόρτα των
και ξύπνησε η Σούσα.
(9)
Για πες μου το Σουσάνα μου
και τούτο παντεχά το
Δημόσιο εγίνηκε
στο σπίτι μας ποκατω.
(11)
Και βγάζει το σπαθάκι του
απ' αργυρένια θήκη
στον ουρανό το πέταξε
και στην καρδιά της μπήχτει.
(Άρπα την ο Σεριμπαγδής και στο γιατρό την τρέχει).
(13)
Ας πάνε χίλια τάλαρα
ας πάνε κι άλλα τόσα
τα δίνει ο Σεριμπαγδής
που δεν λυπάται γρόσα.
(15)
Και βγάζει το σπαθάκι του
απ' αργυρένια θήκη
στον ουρανό το πέταξε
και στην καρδιά του μπηχτεί.
(17)
(Κοντολογίς ο κάλαμος
φιλά το κυπαρίσσι)
Για δες τα τα κακόμοιρα
τα πολυαγαπημένα
όπως φιλιόνταν ζωντανά
έτσι και πεθαμένα. |
(2)
Εγάπα τον κι εγάπα την
χρόνους δεκατεσσάρους
μ' αλήθεια τ' αδελφάκι της
λείπει με τους κουρσάρους
(4)
Η μάνα της την αρωτά
κι ο κύρης της της λέει
ηντα 'χεις Σουσανίτσα μου
και κάθεται και κλαίεις
(6)
Όνειρο ήταν κόρη μου
κι άστε το να περάσει
κι εσόνα τ' αδελφάκι σου
στα ξένα θα γεράσει.
(8)
Και πάει η Σούσα για να δει
και βλέπει τον αδελφό της
και κόπηκε η γλώσσα της
και θάμπωσε το φως της.
(10)
Όνειρο είδες αδελφέ
για έτσι φαίνεται σου
θαρρείς πως ήπιασα κι
εγώ τις' στράτες τις δικές σου.
(12)
Γιατρέ που γιαίνεις τις πληγές
και γιαίνεις τις γιαράδες
γιάνε και τη Σουσάνα μου
μη λυπηθείς παράδες.
(14)
Στου χάρου τις λαβωματιές
βότανα δεν χωρούνε
ούτε γιατροί γιατρεύουνε
ούτε άγιοι βοηθούνε.
(16)
Σ' ένα μνημείο τους βάλανε
μ' ένα προσκεφαλάκι
ήβγεν η κόρη κάλαμος
κι ο νιος κυπαρισακι. |